Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013
Καημένε εμποράκο. Πεθαίνεις κάθε μέρα πιο πολύ. Μέχρι πρότινος σε πέθαιναν λίγο-λίγο αργά, και δεν αντιλαμβανόσουν τον αργό σου θάνατο. Μόνο γκρίνιαζες από συνήθεια. Κι ευτυχώς έκανες όνειρα. Γιατί είχες οράματα εμποράκο. Να επεκταθείς. Δε σου έφταναν τα λίγα. Ήθελες να πας λίγο παρακάτω που είχε καλύτερη γωνία. Μεγαλύτερη. Τώρα όμως τα πράγματα αλλάξανε. Και τότε που γκρίνιαζες το είχες το δίκιο σου, είχε ξεκινήσει ο θάνατός σου. Ο αργός. Ο θάνατος στης σταγόνας. Δεν τον έβλεπες, τον αισθανόσουν. Μα τώρα θέλουν μόνο το αποτελείωμά σου. Τον ακαριαίο θάνατό σου. Όχι τούτη τη στιγμή, αύριο. Γιατί ακόμα έχεις κάτι ψιλά, λίπος το λένε! Πριν σου πάρουν το τομάρι σου θέλουν να σε γδάρουν ζωντανό, γιατί έχεις ακόμα λίπος. Κίτρινο, χρυσαφί, χρυσάφι. Γι’ αυτό, πριν πεθάνεις ολότελα, κάνε μια στάση στη γωνία. Να σου πάρουν τα μέτρα.
Κάτι ξέρεις εσύ από γωνίες. Το καλύτερο μαγαζί. Το δίφατσο. Είχε άλλο αέρα η γωνία. Άλλοτε. Τότε, τις χρυσές εποχές, που οι χρυσές γωνιές μας ήταν γεμάτες με αγαθά, της Ελλάδας μας. Τα ευλογημένα. Το ολόχρυσο λάδι μας, το ρουμπινί κρασί μας, τα βότανα, τα όσπρια, τις μαρμελάδες και τα σαπούνια. Όλα μαζί. Στο παντοπωλείον.
Όλες οι γωνίες πια γίνανε χρυσές. Για την ακρίβεια, GOLD CORNER, στα αγγλικά. ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ. ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΟΡΑΚΟ.
Υπόσχονται άμεσα μετρητά, εχεμύθεια, και προπαντός καλή τιμή. Χρυσό με το κιλό. Η ζωή σου με το γραμμάριο, μετριέται πια, πάνω στη ζυγαριά του νόμιμου χρυσοθήρα. ΟΣΟ-ΟΣΟ, τόσο μπορεί να εκτιμάται πια η βέρα σου, ο βαφτιστικός σου σταυρός, το μονόπετρο του γάμου σου. Ήταν ακριβό τότε, αλλά καρατίσιο. Θυμάσαι; Καλό πράμα. Και συ έπρεπες να κάνεις τη βασίλισσά σου να νιώσει πιο βασίλισσα. Η πριγκηπέσα σου, η δική σου η γυναίκα, αφού τη διάλεξες εσύ είναι η καλύτερη, από όλες. Είσαι ο καλύτερος και συ, που άξιζες την καλύτερη, που της αξίζει το ακριβότερο μονόπετρο, που το πήρες με λαχτάρα. Όσο σου το μοσχοπούλησαν κι είναι ακόμα υποθηκευμένο στην πιστωτική σου, 48 άτοκες δόσεις, μεγάλη ευκαιρία! Και τώρα, κείτεται στη ζυγαριά του νόμιμου τοκογλύφου, του χρυσοσυλλέκτη της Ελλάδας, της Ελλάδας που αντιστέκεται, της Ελλάδας που υπομένει. Της Ελλάδας που κλειδώθηκαν τα όνειρα, της Ελλάδας που θέλουν να πεθάνουν τα παιδιά της, γιατί ήθελαν να νιώθουν βασιλιάδες. Με ένα μονόπετρο. Το σύμβολο της αγάπης. Ποιας αγάπης; Μιας αγάπης, που στηρίχτηκε σε ένα σύμβολο, που τώρα σου κλέβει μπροστά στα μάτια σου ένας τυπάκος που δεν ξέρεις ούτε το όνομά του, ούτε τη φάτσα του. Ένας άλλος ανώνυμος και καθόλου εμποράκος, σε μια καμαρίτσα μια σταλιά, με ένα τραπέζι και μια ζυγαριά. Ακριβείας. Που ήρθε για να σου βάλει και τη βούλα, να σου πει κατάμουτρα πόσο πεθαμένος είσαι. Εμποράκο!
Γιατί τόλμησες να βγάλεις τα ποδαράκια σου έξω από τα στρωσιδάκια σου, που τόσο όμορφα σου έστρωσαν και δεν έβλεπες τους Προυκρώστες που παραμόνευαν. Για να σου κόψουν τα πόδια. Για να σου κόψουν το κεφάλι, γιατί τόλμησες να το σηκώσεις ψηλά. Θέλουν να σε γδάρουν ολοζώντανο. Γιατί έχεις ακόμα «λίπος».
Έγινες αυτοβούλως μέλος της συνομωσίας τους εμποράκο, και δεν αργοπεθαίνεις πια. Αυτό ήταν το παράπονό σου άλλοτε. Έτσι έλεγες. Τα μαγαζιά αργοπεθαίνουν. Τώρα αυτό δεν τους φτάνει. Θέλουν τον ακαριαίο θάνατό σου. Θέλουν και τη φυσική σου εξόντωση. Την ολοκληρωτική σου εξολόθρευση.
Γιατί, μιλάς ελληνικά εμποράκο. Κι αυτό τους ενοχλεί.
Γιατί κάνεις πολύ νόστιμη χωριάτικη σαλάτα εμποράκο και δεν θέλουν να σε πληρώνουν για να χορτάσουν τα βουλιμικά στομάχια τους.
Γιατί είσαι εφευρετικός εμποράκο και πάντα τα κατάφερνες. Φοβούνται την ανάστασή σου.
Γιατί έχεις πολύ όμορφο ήλιο εκεί που ζεις κι ο ήλιος είναι κίτρινος, χρυσός δηλαδή εμποράκο.
Γιατί φυσάει καθάριος αέρας και σου γεμίζει οξυγόνο την αυλή σου, τα πνευμόνια σου, το μυαλό σου. Και γίνεσαι πιο έξυπνος εμποράκο άρα επικίνδυνος. Και μπορεί κάποια στιγμή να καταλάβεις ότι μπορείς να πουλάς τον αέρα σου, με τον αέρα σου και μετά; Αέρα στα πανιά τους...
Γιατί έχεις «μαύρο χρυσό» εμποράκο, που το εμπόριό του διεθνώς ανθεί.
Γιατί έχει χρυσό το χωράφι σου εμποράκο, και λάμπει, λάμπει και ζαλίζονται.
Γιατί είσαι ο πιο τυχερός άνθρωπος της γης, και ο πιο πλούσιος, και ο πιο κατεργάρης. Πάντα κάτι σκαρώνεις.
Γιατί γεννάς παιδιά κατεργαράκο, εμποράκο, που τα μορφώνεις δίνοντας το αίμα της ψυχής σου γι’ αυτό. Και είσαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτά, γιατί είναι τα παιδιά σου.
Γιατί μιλάς την τελειότερη γλώσσα του κόσμου, κι εννοείς αυτό που λες, και λες αυτό που εννοείς, με μια λέξη.
Γιατί ζεις στο καλύτερο οικόπεδο, γωνία, του κόσμου εμποράκο, και τη θέλουμε όλη τη γωνία.
Γι’ αυτό να μας αδειάσεις τη γωνιά.
Γι’ αυτό εμποράκο θα σου τα πάρουμε όλα. Τώρα που μπήκες αυτοβούλως στην ποντικότρυπα.
Γι’ αυτό κάτσε στον πάγκο σου, γιατί είσαι πολύ κατεργάρης εμποράκο.
Γι’ αυτό, επιτέλους, πάρ’ το χαμπάρι εμποράκο, έπιασες πάτο, έπιασες πάτο,,,
Γιατί τους αφήνεις;
Κάποιοι σου κόβουν και σου βρέχουν τα φτερά σου
Να αποτελειώσουν να πεθάνουν τα όνειρά σου
Και σου φωνάζουν: πού θα πας με τα φτερά κομμένα;
Φαίνεται λογαριάζουνε χωρίς εσένα...
Κάποιοι σου ζήτησαν να ζεις χωρίς εσένα
Σου βάζουν φρένα σου σπουν τα φρένα
Και σου φωνάζουν πάνε έφυγαν τα τρένα
Φαίνεται λογαριάζουνε χωρίς εσένα
Τι κι αν σου λένε κακομοίρη εμποράκο
Έπιασες πάτο, έπιασες πάτο
Ο πάτος είναι μόνο τραμπολίνο
Θέλω μονάχα τα φτερά σου να μακρύνω
Να κάνεις όνειρα ακόμη πιο μεγάλα
Να κάνεις κι άλλα, θα κάνεις κι άλλα...
Γι’ αυτό πρέπει να ενώσουμε την ανάσα μας κι όλοι μαζί να γίνουμε ένας αέρας που θα τους φυσήξει και θα τους στείλει από κει που ήρθαν...
Γι’ αυτό πρέπει να ενώσουμε τις φωνές μας και με μια φωνή να τους φωνάξουμε:
OUT NOW OF THE KIOSK….
ΕΞΩ ΤΩΡΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΚΑ
Σμαράγδη Κουμεντάκη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια: