Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Ο χαμάλης



Χαμάλης στο λιμάνι δούλευε από μικρό παιδί το Γιωργιώ τση Γκούτζαινας στη χάση και στη φέξη. Πότε ξεφόρτωνε το καΐκι απ’ την ψαριά, πότε το μικρό πλοιάριο που έφερνε στάρια απ’ την Αίγυπτο και καμιά φορά Μαλτεζόπλακες για τις ταράτσες και τις αυλές. Η καλύτερη όμως πελατεία ήτανε από το ΑΓΓΕΛΙΚΑ που δεν μπορούσε να προσαράξει στο μικρό λιμανάκι του Ρεθύμνου και έτσι έπιαναν δουλειά οι βαρκάρηδες μαζί με τους χαμάληδες του λιμανιού μεταφέροντας τον κόσμο και την πραμάτεια του από το καράβι στη στεριά. Τότε ο Γιώργης έφερνε ένα καλό μεροκάματο στο σπίτι και αχνιστό καρβέλι που αγόραζε από του Γάσπαρη του φουρνάρικο. Με πολύ κόπο έβγαζε λοιπόν το μεροκάματο όπως-όπως, έχωνε και το κατιτί του στα παπούτσια και στις κάλτσες του ανάλογα με την περίσταση, έβγαζε και κανά κέφαλο απ’ το λιμάνι την ώρα της αναμονής κι έτσι γέμιζε το τσικάλι της Ρηνιώς της γυναίκας του. Έτσι, τρώγανε μια μπουκιά ζεστό φαγάκι τα πέντε στόματα που έπρεπε να θρέψει.
Κουτσά στραβά την έβγαζε. Μα σαν κόπηκε το καράβι της γραμμής το χαμαλίκι δεν αρκούσε για να γεμίσει το τσικάλι της κυρά Ρήνας. Τότε, ο καημός του Γιώργη ήταν μεγάλος και τον έπνιγε στο ρακάδικο, μαζί με τον νταλκά του για τη Μαργαρίτα, τον μεγάλο του έρωτα που δεν ξεπέρασε ποτέ. Και γυρνούσε στο σπίτι σαν το ανήμερο θεριό και το έκανε καραρημαδιό. Την καημένη τη Ρηνιώ την έβριζε και την ξυλοφόρτωνε και οι τσιρίδες της ακουγόταν πέρα κι απ’ τη Φορτέτζα. Τα μικρά της κρυβόταν σαν τα κλωσόπουλα ξοπίσω της από φόβο. Μέχρι ίκτερο έβγαλε από το φόβο της η μεγάλη, η Κατινιώ, και κιτρίνισε ολόκληρη, κοπέλα της παντρειάς. Την έτρεξε μεσ’ τα μεσάνυκτα η Ρηνιώ στου Κοκκονά την πολυκλινική για να την κουράρει. Την έκαμε καλά ο καημένος χωρίς να πάρει φράγκο. Ο καλύτερος γιατρός και άνθρωπος. Πάντα εκεί, με βερεσέδια μπάλωνε τις πληγές του κόσμου.
«Σ’ ευχαριστώ γιατρέ μου που μου έκαμες καλά το κορίτσι μου, μα δεν έχω μαζί μου τίποτε για να σε πληρώσω. Θα σου τα χρωστώ μαζί με τα άλλα γιατρέ μου» του είπε με χαμηλωμένο το κεφάλι η Ρηνιώ, η Τσουλορήνα, όπως την έλεγε η γειτονιά, επειδή κάποιο φεγγάρι δούλεψε στα σπίτια με τις «κακές»....
«Θα μου τα χρωστάς, ναι, μην ανησυχείς. Πάρε το ομορφοκόριτσό σου κι άντε στην ευχή του Θεού, της απάντησε εκείνος, σίγουρος ότι δεν είχε τίποτα να λαβαίνει.
«Σαν να του καλάρεσες του γιατρού! Λες να σε καλοβλέπει για νύφη;» ρώτησε την κόρη της.
«Ναι. Εμένα θα πάρει το γιατρόπαιδο!»
«Γιατί να μη σε πάρει; Τι σου λείπει;»
«Εμένα θα πάρει, την κόρη του χαμάλη!»
Στο άκουσμα της λέξης «χαμάλης» η Ρηνιώ αλαφιάστηκε. Ήταν λοιπόν, η Τσουλορήνα η χαμάλαινα, που τολμούσε να έχει ορέξεις να δει την κόρη της γιατρέσα....

ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo