Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΦΥΣΗΣ


Πάνε πέντε χρόνια που στο φτωχόσπιτο της κυρά-Βάσως απέναντι απ’ το δασύλλιο πρωτοεμφανίστηκε ένα μικρό γατάκι που αγότερα βαφτίστηκε Αθηνά. Εκεί μεγάλωσε ανάμεσα στις γλάστρες της αυλίτσας και κάτω απ’ τα χιλιοταλαιπωρημένα σασί των παρκαρισμένων αυτοκινήτων στο πεζοδρόμιο. Κοντά της και ο γιος της ο Μάρκος που με στραπατσαρισμένη φάτσα από δυνατή κλωτσιά περαστικού ή ξαφνικό χτύπημα αυτοκινήτου, νιαούριζε συνεχώς παραπονιάρικα, και ο εγγονός της ο τρέχας, sui generis, παιχνιδιάρης ξενύχτης αλλά και δεινός κυνηγός ποντικών και πουλιών. Εξω καρδιά ο Τρέχας, φιλότιμος και κουβαλητής δεν ξεχνούσε ποτέ να φέρει και κάτι , επιστρέφοντας από τις καθημερινές του επισκέψεις στο δάσος. Μετά από καιρό στρην παρέα της κυρά-Βάσως προστέθηκε προσωρινά κι’ ο γιος της περιμένοντας να του βγει η σύνταξη. Και με τις τρεις διαφορετικές γενεές των οικόσιτων αιλυροειδών, όχι μόνο προσαρμόστηκε, αλλά τα πήγαινε και πολύ καλά διασκεδάζοντας τα καθημερινά μόνο, γιατί η διατροφή τους ήταν αποκλειστικότητα της κυρά-Βάσως που παρόλο ότι είχε κλείσει τα 81 συνέχιζε να προσφέρει λόγω κεκτημένης ταχύτητας.
Ολη μέρα οι γάτες πάνω-κάτω, μέσα έξω. Η μια έμπαινε, η άλλη έβγαινε, η άλλη εξαφανιζόταν για λίγο κι αργότερα επέστρεφε στο πιατάκι με τους ξηρούς καρπούς και στη λεκανίτσα με το νερό. Ηταν ένα καθημερινό πρόγραμμα που απολάμβανε η κυρά-Βάσω περισσότερο γιατί το ρύθμιζε μέχρι κάποιο βαθμό και η ίδια. Με το γιο της όμως, είχε χάσει κάθε έλεγχο. Σηκωνόταν απ΄τον καναπέ το πρωί, έφτιαχνε καφέ και τόριχνε στο διάβασμα. Διάβαζε εφημερίδες μυθιστορήματα, ότι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του κι’ όταν σταματούσε το διάβασμα άρχισε να γράφει και να σκίζει χαρτιά. Ξαφνικά σηκωνόταν πάνω σαν να του ήρθε η επιφοίτηση του Αγίου πνεύματος, έβαζε το παντελόνι, ένα πουκάμισο και τα παπούτσια του, κι εξαφανιζόταν μέχρι το βράδυ. «Καλά βρε συ’, τόσα γράμματα ξέρεις και δεν μπορείς να βρεις μια δουλειά μέχρι να σούρθει η σύνταξη;» τον ρωτούσε καμιά φορά.
Πουνα συλλάβει ο νους της κυρά-Βάσως, παιδιού της κατοχής, ότι ο σημερινός εργοδότης μπορεί να προσλάβει έναν πενηνταεφτάχρονο μόνο για πειραματόζωο κι μάλιστα δωρεάν;
Τότε της γύριζε την κουβέντα αυτός. ¨Μάνα, οι γάτες έχουν ψυχή;¨ ¨Πως δεν έχουν;¨ Δεν λένε ότι είναι εφτάψυχες; ¨Και μυαλό΄; Καταλαβαίνουν ; Πως δεν καταλαβαίνουν;
Κάθισε και τα σκέφτηκε όλα αυτά ο γιός, σκέφτηκε από την άλλη ότι η σύνταξη αργεί να φανεί και σκαρφίστηκε μια πρωτοποριακή ιδέα. Αφού σου λέει οι γάτες είναι του σπιτιού και να απομακρυνθούν για λίγο, κάποιο λόγο θα βρουν για να ξαναγυρίσουν. Αν δηλαδή καταφέρω να πουλήσω μια γάτα σε μια γειτόνισσα, η γάτα θα φύγει για λίγο και κάποτε θα επιστρέψει. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά! Και τη γάτα θα έχω και το πενηντάρικο θα παντελονιάσω. Τι καλύτερο!
Κι’ όταν ένα πρωι βγήκε στην αυλή με το σορτσάκι και είδε μια εξηνταπεντάρα γειτόνισσα να κάνει ψιτ! Ψιτ! Στην Αθηνά για να την ταίσει γάβρο, πετάχτηκε και της είπε: «Ωραίο γατί διαλέξατε μαντάμ και σχεδόν τσάμπα. Εξάλλου εμείς διαθέτουμε πάνω από τριάντα, το ίδιο μοντέλο. «και που είναι τώρα;” “Δεν τις βλέπετε μαντάμ; Ολη μέρα γυρνοβολούν στο δάσος απέναντι”
Δεν ήθελε και περισσότερα λόγια για να πεισθεί η κυρία, άφησε ένα πενηντάρικο και πήρε την Αθηνά παραμάσχαλα. Ο Τρέχας που ήταν παραδίπλα απόρησε με την κίνηση, αλλά τα ζώα είπαμε-ασε την κυρά –Βάσω να πιστεύει! – δεν καταλαβαίνουν. Και το σενάριο επαληθεύτηκε: γύρω στα μεσάνυχτα η Αθηνά γύρισε στο σπίτι.
Το επόμενο πρωι ο Τρέχας μπήκε στο σπίτι φουριόζος, με ένα νεαρό κότσιφα στο στόμα. Ο γιος άκουσε τα τιτιβίσματα του κότσιφα που χαροπάλευε και διέταξε αμέσως τον Τρέχα να τον αφήσει ήσυχο. Ο Τρέχας τον κοίταξε με απορία σαν να έλεγε: «Εγώ σου κουβάλησα φαί να φάμε κι’ εσύ με αποπαίρνεις;» ¨Ουστ από δω ρε», είπε ο γιος, κι’ ο Τρέχας με δέκα σάλτους διέσχισε το δρόμο, πήδηξε θεαματικά ανάμεσα σε δυό σκουπιδοτενεκέδες στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοίταξε πίσω του για να δει το γιο που ρωτούσε τον κότσιφα αν έπαθε τίποτα. Σε μια στιγμή ο γιος κοίταξε προς το δασύλλιο και είδε τα ματάκια του Τρέχα δακρυσμένα σαν να του’λεγαν «Εισαι και αχάριστος! Δεν φτάνει που σου έκανα τόσο καιρό παρέα, δεν φτάνει που σου έκανα τα κόλπα που σου άρεσαν τα βράδια στους δρόμους όταν επέστρεφες στο σπίτι άκεφος, δεν φτάνει που όταν πούλησες τη γιαγιά μου στην γειτόνισσα για ένα πενηντάρικο, έκανα τα στραβά μάτια, δεν φτάνει που όταν κατάλαβα ότι πεινάς σου έφερα πρωί πρωί ζωντανό κυνήγι από το δάσος, εσύ μου φέρθηκες σαν να ήμουν σκυλί και όχι γατί.»
Ο Τρέχας δεν ξαναφάνηκε στο σπίτι. Στριφογύριζε ωύχτα μέρα στο δάσος περιμένοντας. Κι’ όταν βγήκετελικά ο γιος στη σύνταξη και πήγε να μείνει κάπου αλλού μακρυά, έδωσε πάλι δέκα σάλτους και ξαναχάθηκε στην αγκαλιά της κυρά-Βάσως.
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΣ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo