Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Το Μανταλάκι ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ


Tου αλησμόνητου φίλου
Θόδωρα Μανουδάκη

Ο Κλεόβουλος Φίκος, πενηνταδυάρης, άρτι αποστρατευτείς ανώτερος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, και αγνώστων λοιπών για τους λοιπούς στοιχείων, μπήκε για πρώτη φορά στη ζωή του στο καφενείο του Κώστα του Βάρβογλη στην καρδιά της αγοράς της Χώρας, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, δύο ακριβώς βδομάδες μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στο νησί.

Δώδεκα το μεσημέρι στου Βάρβογλη, πού να βρεις να καθίσεις; Το μάλλιε – βράσε. Ανδρες, γυναίκες ανακατεμένοι, μαλλιοκούβαρα. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, με αρκετές σακούλες ψώνια γύρω απ’ τα πόδια τους ή κάτω από τα τραπέζια, συζητούσαν μεγαλόφωνα πίνοντας τσίπουρα ή καφέ. «Άστα, χέστα! Καλά περνάνε αυτοί», μονολόγησε κι έκανε να φύγει. Δεν μπορεί, θα υπήρχε κι άλλο καφενείο εκεί τριγύρω που να διαθέτει ένα άδειο τραπεζάκι. Κοίταξε γύρω του για τελευταία φορά κι έκανε το πρώτο βήμα προς τα πίσω, συνοδευόμενο από κάποιο νεύμα προς τον Βάρβογλη ασυναίσθητα, υπονοώντας αν κάποιος πρόκειται να φύγει σύντομα και, μην έχοντας καμία θετική απάντηση, υποχωρώντας, άγγιξε αυτόματα το χερούλι της πόρτας προς την έξοδο.

Εκείνη την στιγμή τον έπιασε απ’ το χέρι ένας ψηλός γεροδεμένος μουστακαλής γύρω στα σαρανταπέντε.
- Συγγνώμην, αλλά, επειδή φεύγω, μπορείτε άνετα να καθίσετε στην θέση μου, εδώ…
- Ευχαριστώ πολύ. Καλoσύνη σας…
- Παρεμπιπτόντως, να σας κεράσω κι ένα τσίπουρο. Κώστα, φέρε ένα καραφάκι στον κύριο, από μένα.
- Έγινε…, ακούστηκε η φωνή του Βάρβογλη πίσω απ’ το ψυγείο. Χατίρια δεν χαλάμε στο μαγαζί, όπως κι εσύ. Τσάμπα σε βγάλαμε δήμαρχο;
Μάλιστα! Στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση ο Φίκος είχε την τιμή να γνωρίσει και τον δήμαρχο. Τύχη βουνό! Πού νάξερε όμως…

Την στιγμή που κατέφτασε το τσίπουρο, ο δήμαρχος κάθισε σ’ ένα σκαμπό απέναντι απ’ τον Κλεόβουλο.
- Πρώτη φορά έρχεστε στο νησί μας;
- Όχι δα και πρώτη. Τέτοιο νησί και να μου ξεφύγει; Η αλήθεια είναι ότι είχα έρθει δύο-τρεις φορές για υπηρεσιακούς λόγους πριν από πολλά χρόνια κι έκτοτε το αγάπησα σφόδρα. Μάλιστα, ήρθαμε για το ταξίδι του μέλιτος εδώ με τη συγχωρεμένη που το λάτρευε. Αυτός είναι κι ο κυριότερος λόγος που ακριβώς μετά την συνταξιοδότησή μου, τελείως πρόσφατα, αποφάσισα να εγκατασταθώ μονίμως εδώ.
- Αλήθεια! Έτσι, ε; Αυτό είναι πολύ ευχάριστο και μας τιμά. Θα περάσετε όμορφα, σας το υπόσχομαι κύριε…
- Κλεόβουλος. Κλεόβουλος Φίκος.
- Θα ήταν λοιπόν, κύριε Κλεόβουλε, αγένεια να μην συστηθώ κι εγώ, αν και έπρεπε να το είχα σκεφτεί πολύ νωρίτερα… Λοιπόν, Ευγένιος Δελαπατρίδης, τέως εφοριακός και νυν δήμαρχος.
Έδωσαν τα χέρια αμέσως χαμογελαστοί κι ο Κλεόβουλος έκανε πρόποση.
- Εις υγείαν!
- Καλή παραμονή.
- Να, λοιπόν, που είμαι και λίγο τυχερός στην άχαρη ζωή μου. Να συναντήσω τον δήμαρχο στην πρώτη έξοδό μου.
- Και πού μένεις Κλεόβουλε; Μου επιτρέπεις τον ενικό…
- Φυσικά… Λοιπόν, έχω αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι στον «Γκρεμό», λίγο έξω απ’ τη Βεντάλια, ένα μικρό σπιτάκι που τόσο άρεσε της συγχωρεμένης…
- Ποιο; Αυτό του μπάρμπα Θανάση;
- Ακριβώς!
- Ωραία θέα, δε λέω, αλλά πολλή απομόνωση αδελφέ μου. Πώς κι έτσι; Και είναι ακριβώς όπως τό’πες, πολύ μικρό. Μου τά’λεγε ο μπάρμπα Θανάσης, πολλή μοναξιά, πριν στο πουλήσει. Βλέπεις αρρώστησε, και τον τράβηξε μαζί της η κόρη του στην Αθήνα. Ώστε εσύ το πήρες…
- Μου κάνει και μου παρακάνει κι αυτό μετράει, Ευγένιε. Μικρό ξεμικρό, μου κάνει.
- Ούτε λόγος φυσικά. Αφού εσένα σου κάνει, εμένα μου περισσεύει.
- Εις υγείαν!

Ο δήμαρχος τράβηξε το σκαμπό πιο κοντά στον Κλεόβουλο κι άρχισε να του ψιθυρίζει σχεδόν στο αφτί με τρόπο απόλυτα εμπιστευτικό.
- Άκου Κλεόβουλε! Θέλω να με καταλάβεις με την πρώτη. Μπορεί, ναι μεν, να αγόρασες το κτήμα νόμιμα, εννοώ βάσει συμβολαίων, αλλά το κτίσμα, που μου επιτρέπεις να το γνωρίζω πολύ καλά, παραμένει παράνομο. Όταν όλο το οικόπεδο δεν είναι ούτε ένα στρέμμα βρε Κλεόβουλε….
- Το κτίσμα προϋπήρχε της αγοράς, μην το ξεχνάς αυτό.
- Φυσικά. Από τότε που το έφτιαξε ο μπάρμπα – Θανάσης. Έκτοτε όμως η νομοθεσία έχει αλλάξει κατά πολύ, κι ο σημερινός, ο ισχύων νόμος είναι απόλυτος. Δεν πληροί το σπίτι τις βασικές προϋποθέσεις…
- Σαν ποιες;
- Να διαθέτει οικόπεδο τεσσάρων στρεμμάτων, έτσι απλά. Ο νόμος είναι σαφής.
- Τι εννοείς, δήμαρχε;
- Φυσικά και δεν θέλουμε την αντιπαράθεση με ανθρώπους που μας τιμούν με την προτίμησή τους, αλλά θα σου συνιστούσα την άμεση αγορά όμορης γης για κατοχύρωση του κτίσματος.
- Μια ζωή νομοταγής υπήρξα, δήμαρχε, αλλά και να θέλω να κάνω αυτό που μου ζητάς, για να είμαι και νομότυπος, ποιος ξέρει τι θα μου ζητήσουν…
- Μωρέ, κάντο εσύ και μην σε νοιάζει. Μέχρι τότε εγώ το παραβλέπω. Σπαθί!
- Και πού ξέρω εγώ τους ιδιοκτήτες των όμορων, αλλά και πού να ξέρω τι θα μου ζητήσουν;

Ο Κλεόβουλος ξαναγέμισε το ποτήρι του σε στάση αναμονής. Ο δήμαρχος έτριβε το πηγούνι του προσπαθώντας να σκεφτεί μια εφικτή λύση.
- Το βρήκα! πετάχτηκε σε μια στιγμή ο δήμαρχος.
- Ποιο πράγμα;
- Θα μιλήσω στο Γιάγκο Χωρεάδη που κατέχει όλη την περιοχή γύρω απ’ το δικό σου…
- Καλός άνθρωπος;
- Καλός, λέει; Νοικοκύρης, με όλη τη σημασία της λέξης και φιλότιμος μέχρι εκεί που δε φαντάζεσαι.
- Έτσι, ε;
- Μα, για να ξέρεις και την ιστορία του σπιτιού σου, στη δούλεψη του Χωρεάδη ήταν τόσα χρόνια ο μπάρμπα – Θανάσης, και, σε ένδειξη αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του το παραχώρησε τότε. Τότε τι ήταν; Ένα καλυβάκι, που με προσωπική δουλειά ο μπάρμπα – Θανάσης το έκανε σπίτι. Ούτως ή άλλως, ο Χωρεάδης δεν το είχε ανάγκη. Μεταξύ μας, είναι αυτή τη στιγμή ο πλουσιότερος άνθρωπος στο νησί.
- Έτσι, ε;
- Ασε το άλλο! Το σπιτάκι ήταν στον «Γκρεμό». Σου λέει ο Χωρεάδης – ξύπνιος άνθρωπος σου λέω – στην πρώτη κατολίσθηση των βράχων προς τη θάλασσα θα πέσει. Δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο, έτσι δεν είναι; Σκέτη αετοφωλιά στο πουθενά ή μήπως δεν είναι έτσι; Δε στο λέω για να προβληματιστείς, υποθετικά μιλάμε πάντα. Αδελφέ μου, έτσι όπως κρέμεται στην κόψη του ξυραφιού εικοσιπέντε μέτρα πάνω από τη θάλασσα, σου δίνει την εντύπωση ότι το πρώτο φύσημα αέρα θα το παρασύρει στον γκρεμό.
- Μα για αυτήν την θέση μου άρεσε τόσο πολύ που το αγόρασα.
- Όπως αγαπάς. Τα υπόλοιπα, δηλαδή ποια υπόλοιπα, αυτή η εκκρεμμότητα νομιμότητας θα ρυθμιστεί εύκολα με μία μικρή αγορά. Άστο πάνω μου, θα πιάσω το Χωρεάδη και θα του μιλήσω.

Εν ολίγοις, ο Φίκος επέστρεψε σπίτι του αρκετά προβληματισμένος. Η στάση του δημάρχου ήταν μεν λίγο παραπάνω από έντιμη και ειλικρινής, αλλά αυτό μόνο του δεν έφτανε. Αν υπήρχε ένας μόνος και κύριος λόγος που τον έκανε ν’ αποφασίσει για να εγκατασταθεί στο νησί ήταν αυτό το μικρό απάγκιο που θα τον έκανε ίσως να ξεχάσει τελείως τη δική του μικρή τραγωδία, κι όχι να αρχίσει άλλες μεγάλες δουλειές με φούντες. Γιατί, τι άλλο ήταν αυτό που προέκυψε; Γιατί να αγοράσει τρία – τέσσερα ολόκληρα στρέμματα γης, αλήθεια; Μόνο και μόνο για να είναι σύμφωνος με το γράμμα του νόμου; Και να πεις ότι του περίσσευαν τα λεφτά τέτοια εποχή, θα το δεχόταν ίσως και με μεγάλη ευχαρίστηση.

Πενήντα χιλιάρικα είχε όλα κι όλα στην άκρη μόνο για μια περίπτωση ανάγκης. Πριν βέβαια είχε λίγα περισσότερα, όμως έσκασε άλλα είκοσι χιλιάρικα, και βάλε, από την τσέπη του μετά την πλαγιομετωπική σύγκρουση έξω από την Ξάνθη, στην οποία χάθηκαν η γυναίκα και ο μονάκριβος γιός του. Τόσα για την μεταφορά των σορών, τόσα τα έξοδα των δικηγόρων αλλά και για αναθέσεις της υπόθεσης σε ντετέκτιβς, τόσα για ιδιαίτερες νεκροψίες, τόσα για την τελετή της κηδείας, τόσα για έξοδα παράστασης σε τραπέζια προς συγγενείς, φίλους και γείτονες μετά την κηδεία, άλλα μετά στα εννιάμερα και μετά στα σαράντα. Πολλά τα λεφτά, αιωνία τους η μνήμη.
Άντε να κοιμηθεί απόψε ο Φίκος. Που τελικά αποκοιμήθηκε πάνω στην φλοκάτη κρατώντας σφιχτά στο χέρι του ένα σφηνάκι τζιν που τόσο αγαπούσε από την εποχή που υπηρετούσε στα λοκ. Τόσα χρόνια υπηρετούσε την ιδέα, τώρα σώνει και καλά να ξεφτιλιστεί παρακαλώντας κάποιον άγνωστο να τον εκμεταλλευτεί πουλώντας του φύκια για μεταξωτές κορδέλες, μόνο και μόνο για να νομιμοποιήσει ένα αυθαίρετο;

Το νησί ήταν, ομολογουμένως, αρκετά μικρό. Πέρα από την Χώρα που αριθμούσε 512 μόνιμους κατοίκους τον χειμώνα – χωρίς να υπολογιστούν μοιραία περιστατικά – οι υπόλοιποι 95 κάτοικοι ζούσαν διάσπαρτοι σε τέσσερις οικισμούς, ως εξής:
Στο Λιθάρι – το βορειότερο τμήμα του νησιού – έμεναν 42 άνθρωποι. Στο Αρχαιόκαστρο, λίγο πιο δυτικά με 40 ακατοίκητους πύργους, αλλά με τρεις μόνο οικογένειες για μόνιμους κατοίκους, διέμεναν 17 άτομα. Η Βεντάλια ήταν ο μικρός οικισμός στον ομώνυμο νότιο ορμίσκο με 35 μόνιμους κατοίκους, και ο Παζαρόμυλος στο κέντρο του νησιού αποτελούσε το ερημωμένο ορεινό χωριό που απαριθμούσε μόλις έναν κάτοικο, το Νίκο Σιστρούνη, παλαίμαχο ναυτικό. Το καλοκαίρι, όμως, μάζευε πάνω από 2.500 κόσμο ακόμα.

Η Χώρα διέθετε Διοικητήριο, αστυνομικό τμήμα, σώμα Πυροσβεστικής και Ειρηνοδικείο, ένα Γυμνάσιο και ένα Δημοτικό Σχολείο. Στο Δημοτικό Σχολείο φοιτούσαν 47 μαθητές και μαθήτριες που είχαν για Διευθυντή το Γεράσιμο Γιαλούρη – παλιό καλό κρασί, στόφα δασκάλου με πολύ τσαγανό, τρομερό μεράκι για δουλειά κι απέραντη αγάπη για τα παιδιά. Ανάμεσα στους δασκάλους που οι περισσότεροι ήταν ξενομπάτες – Βορειοελλαδίτες ή Αθηναίοι – ξεχώριζε η Αμαλία Ανανιάδου, Δραμινής καταγωγής, όμορφη γυναίκα. Ψηλή με μακρύ ξανθό μαλλί και τέλειες αναλογίες, γύρω στα 45, αποτελούσε την αγαπημένη όλων των μαθητών, όλων των γονέων, όλων των δασκάλων και όλου του νησιού, με μοναδική εξαίρεση το Δήμαρχο Ευγένιο Δελαπατρίδη που την είχε σφόδρα ερωτευτεί. Αυτή δεν ενέδωσε – προς τιμήν της! – ποτέ, και μάλιστα στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας πρόπερσι τον πρόσβαλε δημόσια χωρίς να ανοίξει καν το στόμα της όταν αυτός την προσφώνησε «η νεράιδα μας», πράγμα που την ανάγκασε ν’ αποχωρήσει διακριτικά, χωρίς να δώσει περαιτέρω συνέχεια στο συμβάν.

Σπάνιο ζώο η Αμαλία. Έχασε τον πατέρα της νεότατο στα 27 του από μόλυνση μετά από λευκόρροια – αν είναι δυνατόν! – και τη μάνα της προ διετίας μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μόνη στη ζωή, σκυλί στη δουλειά και πρώτη σε όλα. Ειδικά στην αγάπη προς τα παιδιά και προς το χορό. Τόσο αγαπητή που, όταν – στα πλαίσια εσωτερικής αλλαγής – παράτησε την τετάρτη τάξη για τα παιδιά της πέμπτης, οι εγκαταλειφθέντες μαθητές της τετάρτης όχι μόνο διαμαρτυρήθηκαν αλλά απείλησαν με κατάληψη του σχολείου, την οποία κατάληψη ξεκίνησαν οι γονείς των μαθητών της έκτης που σφαζόντουσαν στο όνομά της.

Ο Γιαλούρης που αναγνώριζε στην Αμαλία υπερβολικές δυνατότητες, της έτρεφε απεριόριστη εμπιστοσύνη – σε σημείο που της είχε δώσει και τα κλειδιά του σχολείου για όποια χρήση –. Κι έτσι, όσοι κάτοικοι της Χώρας περνούσαν κάθε βράδυ έξω απ’ το σχολείο καθ’ οδόν για δουλειές ή συναναστροφές θαύμαζαν μέσα από τα τζάμια του γραφείου την Αμαλία μόνη και πανέμορφη να διαβάζει, να γράφει ή να ταξινομεί, ποιος ξέρει τι; Κι αν δεν την έβλεπαν, ήξεραν ότι ήταν μέσα και κάτι έκανε, χωρίς να ξέρουν το τι ακριβώς. Σπουδαία γυναίκα ομολογουμένως, που, κι αυτό ήταν το κυριότερο, δεν είχε δώσει ποτέ της το παραμικρό δικαίωμα σε κανέναν, το δικαίωμα να την σχολιάσει για την οιαδήποτε συμπεριφορά της. Πού; Μα που αλλού, παρά σε ένα γνωστότατο νησί, όπου το σύνηθες ευδοκιμούν φυτό ήταν η αγκινάρα, αποκλειστικό προϊόν το τσουκνιδόλαδο και δημοφιλέστερο σπορ το κουτσομπολιό.

Η Αμαλία μπόρεσε να περάσει εικοσιένα συναπτά χρόνια – από τη στιγμή που διορίστηκε – στο νησί, χωρίς ποτέ να βαρυγκομήσει. Αντίθετα με κάτι άλλες, που, αν και κατά πολύ νεότερές της, σκόρπιζαν το άγχος τους από δω και από κει με το αν θα πάρουν μετάθεση ή απόσπαση – σιγά τα ωά για την ανθρωπότητα! – φέτος, αποτελούσε εγγύηση για το σχολείο με το να προγραμματίζει κάθε φορά διαφορετικά πράγματα. Τη μία έκανε κουκλοθέατρο, την άλλη προετοίμαζε τη γιορτή της εθνικής επετείου και την παράλλη διοργάνωνε μια έκθεση παιδικού βιβλίου. Αεικίνητη η Αμαλία, όπως και να το δεις το πράγμα. Αυτή μην δεις – αυτό ήταν το θέμα. Σκέτη φλόγα, φωτιά, γυναίκα είκοσι μποφόρ. Παρόλα αυτά κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς ήταν τόσο φλογερή και ζωντανή χωρίς την παρουσία άνδρα δίπλα της. Μυστήριο! Μπορούσε να σου πει τα πάντα για οποιοδήποτε θέμα, όμως η προσωπική της ζωή παρέμενε εφτασφράγιστη αεροστεγώς.

Η απέχθειά της για τον Ευγένιο Δελαπατρίδη άρχισε να καλλιεργείται τρία χρόνια πριν, στην πρώτη τους συνάντηση κατά τον αγιασμό του σχολείου. Αφού ως δήμαρχος έβγαλε ένα μικρό λογύδριο, μετά το πέρας της τελετής παρακάθισε στον μπουφέ που παρέθεσε ο Γιαλούρης στους δασκάλους και στον παπά. Ο Δελαπατρίδης βρέθηκε ανάμεσα στον Γιαλούρη και στον παπα-Γιώργη, σε περίοπτη θέση, για να τους βλέπει όλους. Ο Γιαλούρης τους σύστησε το σύλλογο δασκάλων – τους περισσότερους άλλωστε τους γνώριζε ο δήμαρχος μιας και τους συναντούσε έξω στους δρόμους, στην παραλία ή στα καφενεία. Όταν ήλθε η σειρά της Αμαλίας ο δήμαρχος της έριξε ένα θερμό χαμόγελο και μια θερμή ματιά, συνοδευόμενη από ένα σχόλιο:
- Τώρα που σας γνώρισα καταλαβαίνω τον υπαινιγμό του κυρίου Γιαλούρη κατά την διάρκεια του χαιρετισμού του στον αγιασμό. Ή μήπως δεν εννοούσε εσάς όταν μιλούσε για ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου για την τρέχουσα χρονιά;
Η Αμαλία έκανε πως χαμογέλασε και, πριν τελειώσουν όλες οι συστάσεις, προφασίστηκε μια ξαφνική ζαλάδα και απεχώρησε διακριτικά.
- Πού πας Αμαλία, τέτοια ώρα; Ούτε δώδεκα το μεσημέρι δεν πήγε…, ακούστηκε ο Γιαλούρης.
- Καλή μας χρονιά! φώναξε μελιστάλακτα η Αμαλία στην πόρτα.

Ο άνεμος που φυσούσε στην παραλία του νησιού παρέσυρε το μαλλί της Αμαλίας προς τα πάνω, προς τον νότο, προς το άγνωστο. Κανείς δεν θα μπορούσε να καταπνίξει τα συναισθήματά της, παρεξόν του ανέμου που φαινόταν αμείλικτος. Είχε, βλέπεις, προλάβει να αγαπήσει στα δεκαεννιά της έναν ανθυπολοχαγό που, φεύγοντας με μετάθεση αλλού, έκανε να την δει πάνω από τρία χρόνια. Πώς, όμως; Τον συνάντησε τυχαία σε κεντρική οδό της Θεσσαλονίκης, στην Τσιμισκή και τον φίλησε αυθόρμητα. Της εκμυστηρεύτηκε κατακόκκινος ότι ήταν ήδη αρραβωνιασμένος, χωρίς περιστροφές.
- Μα γιατί;
- Δεν άντεξα, Αμαλία…
- Δική σου υπόθεση. Τι ακριβώς, όμως, δεν άντεξες;
- Την απόσταση και την μοναξιά, Αμαλία. Στου διαόλου την μάνα με στείλανε, στην Κω, να επικοινωνήσω μαζί σου δεν μπορούσα, και ξέρεις πολύ καλά για ποιους λόγους…
- Δε σου ζήτησα να μου ζητήσεις συγγνώμη…
- Θέλω να είμαι τίμιος μαζί σου, Αμαλία. Στο μυαλό μου κυριαρχείς, απλά δε θα μπορούσα τότε, αλλά και τώρα ίσως δε θα μπορούσα, να χειριστώ το θέμα.
- Εγώ σε περίμενα… για να σου πω ότι σε περιμένω ακόμα.
- Καλή τύχη! Να ξέρεις ότι σε αγαπώ κι ας μην ολοκληρώσαμε ποτέ τη σχέση μας.

Αυτές οι στιγμές, στιγμές ανεπανάληπτες που χαράχτηκαν βαθιά στην μνήμη της Αμαλίας, επρόκειτο να μην ξεπεραστούν ποτέ. Μόνη στη ζωή, με μοναδική περιουσία τη γοητεία της, έκανε το σάλτο μορτάλε για να μείνει στο νησί. Επιλογή της ήταν, χωρίς να το έχει επισκεφτεί ποτέ στο παρελθόν. Κάπου κάποτε άκουσε, κάπου κάποτε είδε, κάπου κάποτε ονειρεύτηκε, σου λέει αυτό είναι και τίποτε άλλο. Ο αξιωματικός έσβησε από τη μνήμη για πάντα. Για πάντα; Η φιλοσοφία ζωής της δεν απείχε πολύ από την λαϊκή ρήση «έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια». Όχι όμως σανγκουίνια. Ο αξιωματικός την πλήγωσε θανάσιμα γιατί ξηγήθηκε αντρίκια κι αυτό το κουβαλούσε μαζί της μια ζωή κάνοντας υποσυνείδητα συγκρίσεις. Πού τέτοιοι άνδρες!

Μια βραδιά που γιόρταζαν το κλείσιμο του σχολείου για Χριστουγεννιάτικες διακοπές μέχρι αργά στου Βάρβογλη, όταν έφυγαν οι υπόλοιποι δάσκαλοι και δασκάλες, ο Γιαλούρης έμεινε ολομόναχος με την Αμαλία τη στιγμή που ο Βάρβογλης μάζευε τα άπλυτα απ’ τα τραπέζια.
- Πότε θα φύγεις για Δράμα;
- Να κάνω τι;
- Μα για να δεις την οικογένειά σου.
- Εννοείς την οικογένεια των γονιών μου, έτσι δεν είναι;
- Έστω… Εκτός κι αν έχεις προγραμματίσει τίποτα άλλο…
- Όχι, τίποτα. Εδώ θα μείνω.
- Εδώ;
Ο Βάρβογλης επέστρεψε με ένα καραφάκι ούζο.
- Από μένα με αγάπη.
Τότε ο Γιαλούρης αφόπλισε το καπάκι και μ’ ένα «Ευχαριστώ» γέμισε πρώτα το ποτήρι της Αμαλίας χαμογελώντας της πονηρά.
- Περιμένεις τίποτα ευχάριστο;
- Όχι δα! Προτιμώ να κάνω το πρωί τα μπάνια μόνη μου και τα βραδάκια να πίνω το καφεδάκι μου στην βεράντα.
- Και γιατί τόση απομόνωση, παρακαλώ; Νέα κι όμορφη σαν και σένα γιατί να πηγαίνει στράφι;
- Όχι δα και στράφι, Γεράσιμε. Εκτός κι αν θεωρείς τη δημιουργική μοναξιά χειρότερη από μια μίζερη παρέα. Μην κοιτάς που εσύ ευτύχησες να κάνεις μια ευτυχισμένη οικογένεια. Και τυχερός στάθηκες και πάλεψες γι’ αυτό.
- Δηλαδή, συγγνώμην, εσύ δεν μπορείς;
- Άντε, ρε Γεράσιμε, που δεν μπορώ…
- Αυτό λέω κι εγώ. Υπάρχει κι ο Μίλτος, μην το ξεχνάς, λαμπρός νέος που λιώνει για σένα χρόνια τώρα.
- Στην υγεία μας, Γεράσιμε! Ας μην χαλάσουμε τις καρδιές μας βραδινιάτικα με τέτοια πανσέληνο.
- Μια κουβέντα είπα. Με συγχωρείς! Στην υγειά μας!



Φίκος και Χωρεάδης συναντήθηκαν στου Βάρβογλη ανήμερα την Πρωτοχρονιά στις δώδεκα το μεσημέρι. Ο Χωρεάδης παρήγγειλε πρώτος.
- Ένα ουισκάκι λόγω της ημέρας Κώστα. Χωρίς ξηρούς καρπούς. Καλύτερα φέρε μου δύο μελομακάρονα
- Τέλειωσαν…
- Εμ, πώς να μην τελειώσουν τα μελομακάρονα της Τούλας; Αριστουργήματα, σκέτη τέχνη! Τέλος πάντων, φέρτο σκέτο: Εσύ, Κλεόβουλε, τι θα πιεις;
- Ένα ουζάκι σκέτο και δυό τρία παξιμαδάκια.
- Έγινε, είπε ο Κώστας και τράβηξε για τον πάγκο του.
- Λοιπόν, ξεκινάμε, είπε ο Χωρεάδης τρίβοντας τα χέρια του.
- Ακούω…
- Ξέρεις υπάρχει μεγάλη ζήτηση στην περιοχή…
- Ζήτηση; Για ποιο πράγμα;
- Στέγης, εννοείται.
- Τόσο, έ;
- Μιλάμε ότι εκατοντάδες Αθηναίοι και Θεσσαλονικείς – τώρα θα μου πεις από πού κατάγεται η σκούφια τους αυτό δεν το ξέρουμε και πολύ καλά – έρχονται κάθε καλοκαίρι, αλλά και κάθε φθινόπωρο – μην σου πω ότι έρχονται και χειμώνα και άνοιξη – για να βρουν γη να την αγοράσουν. Εννοείται με προοπτική να χτίσουν στο νησί μας…
- Εννοείται…
- Μέχρι και το δικό σου σπίτι ζητάνε, για να καταλάβεις δηλαδή.
- Έτσι, έ;
- Έτσι.
- Και πόσο το αποτιμούν;
- Ούούούού! Ξέρεις, τώρα τι σε ρωτάω εσένα Κλεόβουλε, πώς να μην ξέρεις; Της Παναγίας τα μάτια ζητάνε! Του λες έξι κάνει, δέκα σου προσφέρει αυτός με λύσσα μέχρι να το αποκτήσει.
- Τι λες;
- Τις προάλλες μου ήρθε κάποιος από την Άμφισσα. «Θέλω δέκα στρέμματα με πανοραμική θέα, κι όσο κάνουν».
- Όσο κάνουν;
- Ναι, έτσι μου είπε: «Όσο κάνουν». Ακριβώς έτσι.
- Και τι του είπες;
- Ε, εδώ σε θέλω! Τι να του πω; Αφού η αντικειμενική αξία ήταν πέντε χιλιάδες ευρώ το στρέμμα, μου είπε «Σου δίνω δεκαπέντε». Τέτοια τρέλα! Και μιλάμε για βράχια τώρα, όχι σαν το δικό σου.

Ο Βάρβογλης είχε ήδη φέρει το ουίσκι, το ούζο και τα παξιμαδάκια. Τον Φίκο εν τω μεταξύ τον έζωναν τα φίδια.
- Δηλαδή για τα δυόμισι στρέμματα που μου είναι αναγκαία πόσο θα μου ζητήσεις;
- Ωχ, αδελφέ! Αυτά θα συζητάμε τέτοια ώρα; Εξάλλου για τους φίλους πάντα υπάρχει ειδική ρύθμιση, δεν συμφωνείς;
- Όχι δα! Για να συμφωνήσω ήρθα.
- Για σένα, λοιπόν, θα γίνει μία πολύ σπέσιαλ τιμή. Μισοτιμής θα πάρεις ότι πάρεις… Εκτός κι αν δεν θέλεις εσύ ο ίδιος να γίνουμε φίλοι.
- Φυσικά. Δεν έχω λόγο…
- Πες μου ειλικρινά πόσα διαθέτεις αυτή την στιγμή και κλείσαμε…
- Έτσι μπράβο! Να την κλείσουμε τη συμφωνία οριστικά. Ειλικρινά, κύριε Χωρεάδη, το μόνο πράγμα που με ενοχλεί στη ζωή είναι οι εκκρεμμότητες.
- Έτσι μπράβο! Ας πιούμε, λοιπόν, στη φιλία μας, προπαντός.
- Εις υγείαν!

Η θάλασσα μέσα απ’ τα παράθυρα φαινόταν ανταριασμένη. Ποιος να φανταστεί τέτοια ώρα τι είχε στο μυαλό του ο Χωρεάδης. Που, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, τρία στόματα είχε να θρέψει εκτός απ’ τον εαυτό του: Τη Γλυκερία, σύζυγο και οικοκυρά, τον Στέφανο, 16 χρονών, μαθητή Λυκείου και την Λουκία, εντεκάχρονη, στην Έκτη Δημοτικού. Πολλά τα έξοδα.
- Κώστα, άλλο ένα ουισκάκι κι ένα ουζάκι… Ντάξει;
- Έρχεεται…
- Λοιπόν Κλεόβουλε, απ’ ότι αντιλαμβάνομαι με δυόμισι στρέμματα είσαι εντάξει…
- Πολύ εντάξει.
- Γείτονας θα γίνεις, αυτό είναι που μετράει περισσότερο, η ανθρώπινη σχέση. Χέστα τα λεφτά, μεταξύ μας Κλεόβουλε, οι άνθρωποι μετράνε, τα λεφτά ποτέ.
- Συμφωνώ απολύτως.

Ο Βάρβογλης ξαναγύρισε με ένα ουίσκι ακόμα κι ένα ούζο περιποιημένο.
- Από το μαγαζί, είπε μεγαλόφωνα.
Τότε ο Χωρεάδης κοίταξε τον Φίκο κατάματα σε κίνηση ρουά-ματ.
- Ετσι κάνουμε εμείς εδώ στο νησί.
- Τι εννοείς;
- Ξηγιόμαστε ντεκλαρέ… Αυτό εννοώ.
- Που σημαίνει τι;
- Σημαίνει ότι, ότι θέλεις θα τόχεις σχεδόν τσάμπα λόγω φιλίας.
- Και τι σημαίνει σχεδόν τσάμπα;
- Ε, εντάξει, μην επιμένεις. Τελευταία φιλική τιμή για σένα… δυόμισι στρέμματα, αλλά τι στρέμματα! Με τι θέα! Δεκαπλάσια η αξία τους από τα άλλα, επί δέκα δια τέσσερα επί δεκαοκτώ το ΦΠΑ επί… επί… επί… μπερδεύτηκα… Τέλος πάντων, για να μην σε ταλαιπωρώ κι εσένα που δεν φταις σε τίποτα, με ογδόντα χιλιάδες ευρώ το παίρνεις το κτήμα που ζήτησες…
- Πόσα;
- Ογδόντα χιλιάδες! Πολλά σου φαίνονται; Μιλάμε για εύφορα κτήματα, αξίας…
- Όχι κι ογδόντα χιλιάδες! Σαράντα, αν μούλεγες, θα το περίμενα.
- Ε, όχι και σαράντα βρε Κλεόβουλε. Με σαράντα χιλιάδες ευρώ σήμερα δεν αγοράζεις τίποτα. Βράχια, ίσως… Εγώ, πάντως, σε φίλο βράχια δεν θα’δινα. Καλύτερα να τα χάριζα.

Ο Κλεόβουλος ήπιε το ούζο του απνευστί.
- Δεν έχω πάνω από πενήντα αυτήν τη στιγμή. Φτάνουν ή δεν φτάνουν;
- Αν φτάνουν λέει για μπροστάντζα… Εδώ θα τα χαλάσουμε;
- Τι εννοείς;
- Φτάνουν και παραφτάνουν. Αύριο το πρωί έχεις το κλειδί. Και τα υπόλοιπα, όποτε γουστάρεις εσύ. Σε πέντε χρόνια, σε δέκα, με γραμμάτια, με συναλλαγματικές, στο χέρι, όπως θες εσύ. Αφού μπορείς να μου δώσεις πενήντα παγκουϊ δεν θα μου ξοφλήσεις και τα υπόλοιπα με κάποιο τρόπο;
- Άκου Γιάγκο, τα λεφτά σου δεν πρόκειται να τα χάσεις. Το ζητούμενο είναι να πάρεις στα χέρια σου και το υπόλοιπο, χωρίς πολλές πολλές δεσμεύσεις, χωρίς πολλά πολλά γραμμάτια και, το κυριότερο, χωρίς πολλές πολλές κουβέντες…
- Εννοείς με κάποιον εγγυητή;
- Τι εγγυητή μου τσαμπουνάς και κουραφέξαλα; Άντρες είμαστε. Έτσι, λοιπόν, χωρίς διατυπώσεις, χωρίς γραμμάτια, με το λόγο του αντρός να συμφωνήσουμε στην αποπληρωμή.

Ο Γιάγκος Χωρεάδης δεν μπορούσε να εκβιάσει την κατάσταση περισσότερο.
- Εντάξει τα πενήντα. Γιατί να αφήσω τα υπόλοιπα τριάντα στον αέρα;
- Και γιατί στον αέρα, παρακαλώ; Μου φαίνεται πως δε μου δείχνεις μια κάποια εμπιστοσύνη στο ελάχιστο.
- Μα τι λες τώρα, Κλεόβουλε; Το θέμα δεν είναι προσωπικό. Εσύ δίνεις τα πενήντα, εγώ περιμένω τα υπόλοιπα τριάντα, και πες – χτύπα ξύλο! – ότι τα τριάντα δεν τα καταφέρνεις…εγώ τι γίνομαι τότε;
- Δεν υπάρχει περίπτωση…
- Αυτό το λες εσύ. Εγώ άλλα σκέφτομαι…
- Τι άλλα;
- Πρώτον και κυριότερο, εσένα. Ναι, εσένα! Πώς θα μπορέσεις να αποπληρώσεις τριάντα χιλιάδες ευρώ μέσα σε ένα χρόνο;

Ο Κλεόβουλος Φίκος άρχισε να βυθίζεται σε σκέψεις. Αναλογίστηκε όλες εκείνες τις περιπέτειες που πέρασε υπηρετώντας εδώ κι εκεί, την πρώτη του αγάπη, τους εξαίρετους γονείς του, την αδικοχαμένη γυναίκα του και τον αδικοχαμένο γιο του, ύστερα πριόνισε τον ευρύ κύκλο του για να βρει τι απέμεινε αξιαγάπητο, και κατέληξε στην εντύπωση ότι κανείς δε χάνεται, πουθενά. Κι ας τον είχαν κάποτε στο χέρι, όπως συνέβαινε αυτήν τη στιγμή.
- Λοιπόν, Κλεόβουλε;
- Όλα εντάξει, μην ανησυχείς, αλλά και μη βιάζεσαι…
- Τι εννοείς;
- Εννοώ ότι όλα θα πάνε καλά. Αύριο το πρωί παίρνεις τις πενήντα χιλιάδες και τα υπόλοιπα εν ευθέτω χρόνω…
- Που σημαίνει πότε;
- Του χρόνου, όλα μαζί. Εννοώ την Πρωτοχρονιά, ανήμερα.
- Εννοείς ανήμερα τις υπόλοιπες τριάντα χιλιάδες;
- Ακριβώς! Χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτα.




τι το ήθελε να αναλάβει τη σχολική γιορτή για τις 25 Μαρτίου η Αμαλία; Ένα μήνα πριν άρχισε να ξημεροβραδιάζεται χωρίς σταματημό. Να διαβάζει από δω, να ψάχνει από κει, να επιλέγει ποιος μαθητής ή ποια μαθήτρια θα απαγγείλει ποιο ποίημα. Κι αν ένα πράγμα προσπαθούσε ν’ αποφύγει ήταν τα πικρόχολα σχόλια από γονείς για τα κριτήρια των επιλογών. Ο ένας το κοντό του, ο άλλος το μακρύ του, όλοι μαζί μια ατέλειωτη παραφωνία που σου έσπαζε πραγματικά τα νεύρα. Γιατί να κάνει στην παράσταση τον Ρήγα Φεραίο ο γιος του γιατρού; Κάπως έτσι. Και τι δεν είχε ακούσει επί χρόνια τόσα σχόλια για τους συναδέλφους της δασκάλους η Αμαλία, τους ήρωες που τόλμησαν ν’ αναλάβουν τις σχολικές γιορτές; Τα πάντα. Μέχρι και παιδεραστές ή επιβήτορες των μανάδων των παιδιών τους είχαν βγάλει. Σκέτο βούκινο, δηλαδή.

Δεν πρόλαβε να ξαπλώσει δυο ώρες το απόγευμα και την έπιασαν οι τύψεις. Έπρεπε για τον Παπαφλέσσα του Μελά να βρει κάποιο παιδί ατρόμητο, με αετίσιο βλέμμα και κάποια κορμοστασιά. Να βάλει τον Σκάρκο που θα μάθαινε τον ρόλο του με την πρώτη; Μάταιο το εγχείρημα. Ο Σκάρκος ήταν ο πιο κοντός της τάξης. Να βάλει τον Μπούμπουλη; Ατσούμπαλος, χοντρός και δυσκίνητος. Να βάλει τον Τρεχαντήρη; Εκρηκτικός, ότι πρέπει, αλλά αποκλείεται ν’ αποστηθίσει έστω μια σειρά. Απέμενε ο Σπίνουλας που είχε όλα τα απαραίτητα προσόντα, αλλά τραύλιζε. Κι αν έχανε τα λόγια του την κρίσιμη στιγμή, θα τα έκανε μαντάρα. Μα λίγες μέρες πριν την επέτειο, δεν θα μπορούσε να κάνει πίσω η Αμαλία. Τι τοθελε να αναλάβει τη γιορτή; Απλά, το ήθελε. Εξάλλου, μόνη της το πρότεινε στο σύλλογο διδασκόντων. Κανείς δεν την εξανάγκασε. Ψυχάρα η Αμαλία.

Γιατί να μην βάλει τον Κωστή, τον γιο του μανάβη; Καλό παιδί ήταν, υπάκουος, καλός μαθητής με ήθος που θα μπορούσε ν’ αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του ρόλου. Πέρασε απ’ το μυαλό της ότι θα βρισκόταν κάποιος επιτήδειος που δεν πιάνεται ποτέ κορόιδο κι όλα τα παρόμοια, να υπαινιχθεί ότι η Αμαλία πράγματι τα είχε με το μανάβη, εξ ου και η προτίμηση στο πρόσωπο του γιου του, και να της καταλογίσει και ποιος ξέρει και τι άλλο. Αυτή και μόνο η υποψία, όμως, δε θα μπορούσε, επ ουδενί, να σταματήσει την Αμαλία. Γερό άντερο, όσο εύθραυστη, λόγω φυσικής ομορφιάς βέβαια, κι αν φαινόταν.

Ο μόνος διάλογος που κάποτε τη λύγισε μέχρι δακρύων ήταν εκείνος ο τελευταίος με τον ειλικρινή ανθυπολοχαγό που της ομολόγησε ότι οι συνθήκες της ζωής τον έκαναν να δημιουργήσει οικογένεια με κάποια άλλη. Τον αγαπούσε ακόμη.
Είχαν περάσει πάνω από δυόμισι δεκαετίες και δεν είχαν συναντηθεί έκτοτε ούτε μια φορά, έστω τυχαία. Από κεκτημένη στολολαγνεία δεν άφηνε πολεμική ταινία για ταινία στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση. Πού οι καλές οι εποχές που οι φαντάροι υποχρεωτικά φορούσαν στολή εξόδου κι έκαναν το μυαλό της να ταξιδεύει με λαχτάρα! Έβλεπε φανταράκι να ξεροσταλιάζει περιμένοντας ένα σουβλάκι στην ουρά πίνοντας ρετσίνα, και της έτρεχαν τα σάλια. Πόσες φορές δε σταμάτησε στον Ισθμό της Κορίνθου μόνο και μόνο για να χαλβαδιάζει τους στρατιώτες που κατέβαιναν για την εικοσάλεπτη στάση του υπεραστικού λεωφορείου προκειμένου να καταβροχθίσουν τρία τουλάχιστον καλαμάκια έκαστος; Τόσο, που μια φορά της πέρασε η σκέψη από το μυαλό να σκάσει τα λάστιχα ενός λεωφορείου για να τους έχει κοντά της περισσότερο.

Να βάλει τελικά στο ρόλο του Παπαφλέσσα τον Κωστή τον τζίτζικα, τον γιο του μανάβη, αυτό αποφάσισε, κι ας έλεγε ο κόσμος ό,τι ήθελε. Στο κάτω – κάτω της γραφής, ο πιτσιρικάς τον άξιζε. Κι όταν τον ρώτησε αν θέλει να παίξει το ρόλο, ο μικρός Κωστής κοκκίνισε χωρίς να πει κουβέντα κι απομακρύνθηκε. Αυτή τον κυνήγησε διακριτικά, και με πρόσχημα ότι ήθελε να του σχολιάσει το τελευταίο του διαγώνισμα στην Αριθμητική, τον φώναξε και πάλι στο γραφείο «Μα, τι έκανα, κυρία;» «Τίποτα, ακόμη… Τώρα θα κάνεις» . Πού να καταλάβει ο μικρός Κωστής ότι μετά από λίγο θα δοξαζόταν από συμμαθητές και γονείς για μια εκπληκτική ερμηνεία που θα έκανε όλο το νησί να μιλά γι’ αυτόν τους επόμενους έξι μήνες; Ήταν σίγουρη η Αμαλία ότι, αν σε δέκα χρόνια αυτό το παλικάρι σπούδαζε σε Δραματική Σχολή, θα εξελισσόταν σε σπουδαίο ηθοποιό.

Με την πάροδο του χρόνου ολοένα αναρωτιόταν η Αμαλία τι να απέγινε ο τότε ανθυπολοχαγός κι αγαπημένος της. Νά’τανε άραγε ταξίαρχος ή έστω συνταγματάρχης ή μήπως και συνταξιούχος; Το τελευταίο φρούτο δεν ήταν σπάνιο. Άκουγε γύρω της, κι ειδικά για αξιωματικούς της αεροπορίας ότι και σαραντάρηδες έβγαιναν στη σύνταξη. Και καλή σύνταξη. «Κοίτα ρε ατυχία!», σκέφτηκε χαμογελώντας πικρά «να τρώει τώρα το εφάπαξ με την λεγάμενη σε ταξίδια στο εξωτερικό κι όχι με μένα που τον αγαπούσα… Κι εγώ μόνη, χα! Γούστο έχει…», την στιγμή που έμπαινε στο χρωματοπωλείο του Φραγκίσκου δίπλα στο καφενείο του Βάρβογλη, όπου έπινε εκείνη την ώρα τον απογευματινό του καφέ ο Φίκος, για να ψωνίσει υλικά για την σχολική γιορτή. Ο Φίκος την είδε να περνά μπροστά από την τζαμαρία αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Για τα χρονάκια της όμορφη ήταν, εντάξει.

Σκεφτόταν τώρα ο Φίκος πώς να αξιοποιούσε τα στρέμματα που μόλις αγόρασε. Δεν θα έχτιζε τίποτα μελλοντικά, εννοείται, γιατί αυτό το σπιτάκι του αρκούσε. Κάτι θα φύτευε, όμως, πάντως όχι γκαζόν. Θυμήθηκε τους κήπους της μάνας του στο χωριό, με τα δέντρα, τις καλλιέργειες, τις αλιτάνες, τα λουλούδια, όλες τις γλάστρες μία-μία και την πλούσια βλάστηση στους τοίχους του πάντοτε ασβεστωμένου σπιτιού του. Θυμήθηκε ότι κάποιο σούρουπο, νέος πολύ νέος – πού τα θυμήθηκε τώρα όλα αυτά – πότιζε με το λάστιχο τις γλάστρες κοντά στην εξώπορτα, όταν πέρασε από τον δρόμο στα πέντε μέτρα απόσταση ο πρώτος του έρωτας – καλή ώρα όπως πέρασε πριν δευτερόλεπτα αυτή η γυναίκα μπροστά από την τζαμαρία. Τότε την πρωτοείδε κι ένιωσε στην καρδιά του ένα ισχυρό σκίρτημα. Άραγε υπήρχε καμιά πιθανότητα να περάσει έξω από τον καινούργιο κήπο που θα έφτιαχνε; Στη ζωή όλα γίνονται.

Ετοιμάστηκε να πληρώσει, όταν μπήκαν στο καφενείο δύο άγνωστοί του μεσήλικες. Χαιρέτησαν δια νεύματος και κάθισαν στο διπλανό τραπέζι.
- Φέρε μας, βρε Κώστα, δυο καφέδες πριν αρχίσουμε τα τσίπουρα, φώναξε ο ένας.
- Μωρέ φέρε και τα τσίπουρα μαζί για να μην κάνεις διπλό κόπο και ξανάρχεσαι, πρότεινε ο άλλος.
- Όλο κλάψα ο δικός σου. Μια ζωή έτσι. Δεν αλλάζει φίλε μου ο άνθρωπος, συνέχισε ο πρώτος.
- Για τον Χωρεάδη λες;
Τέντωσε άθελα το αφτί του ο Κλεόβουλος για ν’ ακούει καλύτερα.
- Πάλι του χρωστάνε, λέει. Κλαίγεται. Κι ο μπακάλης του χρωστάει, μέχρι κι ο δήμαρχος του χρωστάει. Μιλάμε για τρελά ποσά. Πάνω από δέκα χιλιάδες ευρώ ο καθένας. Ετσι λέει αυτός.
- Μα σοβαρολογεί ο καραγκιόζης; Αυτά είναι παλαβομάρες. Ο μπακάλης έχει το μισό νησί κι ο Δελαπατρίδης το άλλο μισό. Κι ό,τι απομένει είναι δικό του, του Χωρεάδη…
- Κατέφθασαν τα καφεδάκια και τα τσιπουράκια περιποιημένα, φώναξε δυνατά ο Κώστας, ακουμπώντας τα πάνω στο τραπέζι.
- Και πού είσαι; επέμεινε ο πρώτος.
- Τι έκανε πάλι;
- Μούπε ότι πούλησε και δυό τρία στρέμματα χθες στον «Γκρεμό».
Τον ζώσανε τα φίδια τον Κλεόβουλο. Τώρα έστησε και το άλλο αφτί τέντα.
- Πούλησε και πληρώθηκε και πάλι κλαίγεται;
- Μα γι’ αυτό κλαιγόταν. Γιατί δεν τα πήρε όλα μαζεμένα…
- Τέτοιος που είναι και πάλι θα κλαιγόταν.
- «Τον λυπήθηκα», μου κάνει ο Χωρεάδης. «Φουκαράς φάνηκε, μόνος του ζει, ούτε ξέρω από πού είναι, του είπα κι εγώ, δώσε ότι έχεις και τα άλλα όποτε μπορείς…».
- Και πόσα του πήρε;
- Δέκα χιλιάδες μπροστά. Του χρωστάει άλλες τριάντα. Ετσι είπε.

Τα πήρε στο κρανίο ο Φίκος. Αφησε ένα ευρώ στο τραπέζι και έκανε τρία βήματα προς την έξοδο. Σταμάτησε για μια στιγμή, καθότι είδε την ίδια γυναίκα που μόλις είχε βγει από το χρωματοπωλείο φορτωμένη τόσο πολύ που μερικά κουτιά της κάλυπταν ακόμη και το πρόσωπο. «Το καθίκι ο Χωρεάδης! σκέφτηκε ο Κλεόβουλος και τράβηξε κατά την πλατεία, μπας και τον βρει και του σπάσει τα μούτρα, αρκεί να μην υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας. Να ξηγιόντουσαν οι δυό τους σαν άντρες! Αν ήταν άντρας αυτό το καθίκι!

Στη γωνία η γυναίκα είχε ανοίξει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου κι έβαζε ορισμένα πράγματα κι εκεί, αφού είχε φουλάρει το πορτ-μπαγκάζ. Εκλεισε την πόρτα με δύναμη κι ο Κλεόβουλος είδε κάτι να πέφτει στο δρόμο. Ήταν ένα μανταλάκι ξύλινο. Το αυτοκίνητο χάθηκε στο βάθος του δρόμου κι ο Κλεόβουλος έσκυψε και το μάζεψε. Το περιεργάστηκε στα χέρια του. «Θείο δώρο!» μονολόγησε χαμογελώντας. «Θα το κρατήσω». Για μια και μόνο στιγμή είχε καταφέρει να ξεχάσει το καθίκι το Χωρεάδη, που να πάρει ο διάλογος να πάρει…
Αλλά κι εκείνη η γυναίκα μπαίνοντας στο αυτοκίνητο είχε σταματήσει για λίγα δευτερόλεπτα με το ένα πόδι μπροστά από το τιμόνι και τον κοίταξε έντονα, σαν να της θύμιζε κάποιο γνωστό. Μάλλον αποκλείεται, μπα όχι! Ετσι, μια ιδέα ήταν και πέρασε. Γιατί αν πράγματι της θύμιζε κάποιο γνωστό δεν θα δίσταζε ποτέ να επιβεβαιωθεί με μια απλή ερώτηση. Σίγουρο αυτό. Εξάλλου αν δίσταζε, και ήταν πράγματι γνωστός, τότε η συμπεριφορά της θα ήταν τουλάχιστον αγενής.
Από την άλλη, η όλη αγωγή και ζωή του Φίκου δεν σε προϊδέαζε για την λήψη άγαρμπων πρωτοβουλιών σε ένα τόσο κλειστό κοινωνικό περίγυρο όπου και η ματιά σχολιάζεται, όσο κι αν του άρεσε η γυναίκα αυτή. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να συγκρατήσει εκείνη την ματιά της για δευτερόλεπτα πριν μπει στο αυτοκίνητο. Και μια ματιά δεν μπορεί επουδενί ν’ αποτελέσει άλλοθι για γενική εφόρμηση.





Στις δέκα το πρωί ο Κλεόβουλος παρατηρούσε για τα καλά το μοναδικό μανταλάκι που κρεμόταν στο συρματόσχοινο της αυλής, λίγο πριν την εξώπορτα. Σήκωσε το 45άρι του και σκόπευσε. Στα εικοσιπέντε μέτρα ό,τι αντικείμενο υπήρχε μικρότερο των πέντε εκατοστών μπορούσε να το διαλύσει με μια σφαίρα. Όμως, σήμερα παραμονή μεγάλης γιορτής δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Εξάλλου, το μανταλάκι ήταν «θείο δώρο». Ποιος θα μπορούσε τέτοια μέρα ν’ αρχίσει τους πυροβολισμούς και για ποιον λόγο; Και γιατί να καταστρέψει κάτι που του θύμιζε το πέρασμα μιας όμορφης ώριμης γυναίκας έξω από την τζαμαρία του Βάρβογλη, όπως ακριβώς πριν αμέτρητα χρόνια πέρασε μπροστά από την εξώπορτα του πατρικού σπιτιού στο χωριό εκείνο το όμορφο κορίτσι, ο πρώτος του έρωτας; Τι του έφταιγε το άκακο μανταλάκι χρονιάρα μέρα; Ο Χωρεάδης του’φταιγε.
Κατέβασε το 45άρι ήρεμος και κάθισε στο μικρό τραπεζάκι της μικροσκοπικής βεράντας για ν΄ απολαύσει τον πρωινό του καφέ. Με αυτό το τιμημένο το όπλο μπορεί να μην έχει ποτέ του σκοτώσει ούτε έναν εχτρό, όμως κατάφερε να κερδίσει πεντακόσιες – και βάλε – μέρες τιμητικής άδειας. Άσσος στο σημάδι ο Κλεόβουλος, δεν υπήρχε δεύτερος! Αυτές τις λεπτομέρειες ο Χωρεάδης δεν τις γνώριζε, γιατί αν τις γνώριζε δεν θα τριγύρναγε στα καφενεία να τσαμπουνάει σαχλαμάρες. Έπρεπε όμως να τις μάθει. Ο Φίκος δε χωράτευε με την φήμη του. Να του πεις ό,τι γουστάρεις, αν νομίσεις ότι κάπως σε αδίκησε, μην τον διαβάλλεις όμως επ’ ουδενί. Γινόταν ξαφνικά λυσσασμένος λύκος που θα μπορούσε με έναν και μοναδικό πήδο να σ’ αρπάξει απ’ το σβέρκο και να σε διαμελίσει στο μπιτς-φυτίλι, στο άψε-σβήσε. Σε κάτι τέτοια ένας ήταν ο Κλεόβουλος! Με το όνομα.

Έπρεπε, τέλος πάντων, να βγει μια άκρη σ’ αυτήν την ιστορία. Να το βουλώσει ο Χωρεάδης μέχρι την αποπληρωμή. Περισσότερο κι απ’ τον Χωρεάδη βιαζόταν ο ίδιος ο Φίκος, καθότι μισούσε αφάνταστα τις εκκρεμότητες. Κι αν προχτές έκανε κάτι, το έκανε από ανάγκη, για να είναι νόμιμος, κι ύστερα από σύσταση του δημάρχου Δελαπατρίδη. Σιγά μην ήταν τόσο μαζοχιστής ο Φίκος που να ήθελε να του την λένε οι άλλοι, που χρωστούσαν της Μιχαλούς, ότι τους χρωστάει. Κι αυτό το τσογλάνι, ο Χωρεάδης, άνοιξε το στόμα του αρκετά, κι έπρεπε να πληρώσει. Με το 45άρι ίσως; Όχι, όχι δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος ο Φίκος. Και μόνο που σκέφτηκε ότι πίσω από αυτό το κάθαρμα υπήρχε μια ολόκληρη οικογένεια που τον περίμενε, έκανε πίσω. Έπρεπε όμως με κάποιο τρόπο να τον προειδοποιήσει να κάνει λίγο κράτει.

Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού στις δύο το μεσημέρι η τελευταία φορά που εμφανίστηκε ο Φίκος στο νησί και μάλιστα μέσα στο καφενείο του Καπάνταη στο Λιθάρι. Εκτός από τον καφετζή που κερνούσε τσίπουρα λόγω της ημέρας, παρόντες ήταν οι αιώνιοι θαμώνες, ο Μαστροκώστας ο Αρβανίτης, χτίστης, ο Ιάκωβος Ζουγανέλης, ο μεγαλύτερος σε ηλικία ψαράς του νησιού, κοντά στα εβδομήντα, αλλά κι ο δήμαρχος που έκανε εθιμοτυπική επίσκεψη για τις παραδοσιακές ευχές, μιας και είχε παντρευτεί την Ελευθερία Ποθητού, εγγονή του πρωτοκαπετάνιου Γιώργη απ’ το Λιθάρι, για τον οποίο είχε ακουστεί ότι τζόβενος σ’ ένα εμπορικό πλοίο στα πολύ παλιά χρόνια παρέστη μάρτυρας στο ναυάγιο του Τιτανικού, ενάμισι μίλι μακρύτερα, κι ότι διακρίθηκε στην προσπάθεια περισυλλογής των ναυαγών.

Η αλήθεια είναι ότι θόλωσε το μάτι του Φίκου βλέποντας τον δήμαρχο. Υποσυνείδητα τον θεωρούσε ηθικό αυτουργό για την περιπέτειά του. Κεράστηκε τα δυο πρώτα τσίπουρα και στο πέμπτο θεώρησε καλό – η μία αλήθεια είναι ότι τα ήπιε απανωτά, κι η άλλη αλήθεια ότι αυτή ήταν η τελευταία του εμφάνιση δημοσίως – να ξεκαθαρίσει την κατάσταση τώρα που είχε και εξασφαλισμένους τους μάρτυρες.
- Έτσι είναι δήμαρχε… Ετσι είναι παιδιά. Με έπιασε στην ανάγκη. Και σ’ αυτό φταις κι εσύ, δήμαρχε.
- Εγώ, σε τι;
- Πριν σου πω σε τι, αν ποτέ σου τον δεις μέχρι να τον ξεπληρώσω την επόμενη Πρωτοχρονιά, να τον προειδοποιήσεις ότι, αν ξαναμιλήσει για το θέμα με τρόπο τόσο περιφρονητικό για μένα ο Γιάγκος, θα τον καθαρίσω με το 45άρι.
- Ήρεμα Κλεόβουλε, συνέστησε ο δήμαρχος.
- Τι ήρεμα, ρε δήμαρχε; Σαράντα χιλιάρικα το πολύ κοστίζει η έκταση που μου πούλησε, πενήντα του έδωσα μπροστάντζα, κι αυτός ο Οβραίος…
- Γιατί, πόσα σου πήρε;
- Βρε αυτός ο αφιλότιμος, ο τσιφούτης μου ζήτησε τα διπλά.
- Πόσα, δηλαδή; Ογδόντα;
- Ογδόντα;
- Ογδόντα;
- Ναι, ογδόντα! Φταις, όμως, κι εσύ δήμαρχε, που μου’λεγες πως μόνο με κάτι στρέμματα ακόμα δικαιούμαι να κατέχω το καλύβι που αγόρασα…
- Προέχει η νομιμότητα, δε συμφωνείς; Άλλο το ένα, άλλο το άλλο…
- Σίγουρα! Τι σημαίνει όμως αυτό; Να μας πιάνει κορόιδο ο κάθε τυχάρπαστος μαυραγορίτης; Πλήρωσα τον κούκο αηδόνι, με καταλαβαίνεις δήμαρχε;

Ο δήμαρχος παράγγειλε πέντε τσίπουρα ακόμα, για όλους.
- Έτσι είναι, δήμαρχε. Τι θα πει, αφού νόμιμα το αγόρασα εκείνο το καλύβι, το χαμόσπιτο στον «Γκρεμό», ότι είναι παράνομο, και πάρε δυο και τρία στρέμματα απ’ τον αγιογδάρτη για να το μονιμοποιήσεις;
- Στο είπα, Κλεόβουλε, με όλη μου την καλή θέληση. Η νομοθεσία έχει αλλάξει…
- Σε μένα βρήκες να εφαρμόσεις τη νομοθεσία, δήμαρχε; Για κάτι που βρήκα έτοιμο κι αγόρασα; Ένα χαμόσπιτο;
- Μέρα που είναι σήμερα, ας τ’ αφήσουμε, κι από αύριο τα βρίσκουμε.
- Τι να βρούμε αύριο, δήμαρχε, που δεν μπορούμε να βρούμε σήμερα; Τα πράγματα είναι απλά, οφθαλμοφανή…

Ο δήμαρχος παράγγειλε άλλα πέντε τσίπουρα για όλους.
- Σε μένα, λοιπόν, βρήκες να εφαρμόσεις το νόμο δήμαρχε; Εμένα, που άφησα την πατρίδα μου…
- Αλήθεια, Φίκο, ποτέ δεν αποκάλυψες από πού κατάγεσαι…
- Άσχετο, δήμαρχε. Αυτό που μετρά είναι ότι άφησα την πατρίδα μου για να κατοικήσω για πάντα στον τόπο σας. Αυτό είναι το ευχαριστώ;
- Μα θα θέλαμε πολύ να μάθουμε ποια είναι η πατρίδα σου…
- Τι σημασία έχει; Ας πούμε ότι κατάγομαι απ’ την Αριδαία, ότι δηλαδή απλά γεννήθηκα εκεί, ενώ ο πατέρας μου καταγόταν απ’ την Δημητσάνα και γεννήθηκε στην Μυτιλήνη, κι η μητέρα μου η συχωρεμένη ήταν Σμυρνιά που γεννήθηκε στο Αγκίστρι. Τι σημασία έχουν όλα αυτά;

Ο Καπάνταης επενέβη κεραυνοβόλα με άλλα πέντε τσίπουρα.
- Από μένα, και ειρήνη υμίν! Ειδικά τέτοια μέρα σαν σήμερα.
Προσωρινή εκεχειρία των πέντε λεπτών. Ο Φίκος δεν άντεξε.
- Να του πεις δήμαρχε, αν τον δεις…
- Θα τον δω, κι αυτόν! Έλα, Κλεόβουλε, άσπρο πάτο, θα τον δω κι αυτόν…
- Λέω, αν τον δεις…
- Μικρός είναι ο τόπος Κλεόβουλε. Δε θα χαθούμε…
- Να του πεις λοιπόν…
- Τι να του πω, μωρέ, χρονιάρες μέρες;
- Να του πεις ότι τον καθάρισα με την μία.
- Πάψε, Κλεόβουλε, πάψε! Δεν είναι κουβέντες αυτές.
- Καλά, κι αυτός δημότης είναι. Δεν μπορείς εσύ σαν δήμαρχος να τον προειδοποιήσεις ότι κινδυνεύει;
- Άσε, ρε Κλεόβουλε. Εσύ δεν είσαι ικανός να πειράξεις ούτε κουνούπι.
- Λες, ε;
- Άντε να πηγαίνω τώρα…
- Όχι, Δήμαρχε, κάτσε! Ξέρεις, έχω…
- Ό,τι έχεις καλό είναι… Έτσι μου το’λεγε και η συχωρεμένη η μάνα μου.
- Ξέρεις έχω ένα 45άρι κι ένα μανταλάκι…
- Να τα κάνεις τι;
- Το μανταλάκι το έχω για προπόνηση, δήμαρχε. Βρίσκεται πάνω στο συρματόπλεγμα της εξώπορτας στα εικοσιπέντε μέτρα…
- Ε, και λοιπόν;
- Πες του, δήμαρχε, μην πλησιάσει τόσο, γιατί τα δυο παιδάκια του θα κλαίνε για καιρό.
- Δεν πιστεύω να το κάνει… Αλλά κι εσύ, γιατί έτσι;
- Έτσι… Από τη στιγμή που χρησιμοποιεί το όνομά μου στα καφενεία, να ξέρει ότι είναι λίγες οι ώρες του.
- Εντάξει, θα του μιλήσω εγώ. Εσύ, ηρέμησε…
- Μόνο αν μπεις στην θέση μου κι εσύ δήμαρχε θα μπορέσεις να καταλάβεις…
- Συμφωνώ μαζί σου, αλλά μέχρις ενός σημείου. Ανώτερος αξιωματικός του Στρατού είσαι, και δεν μπορείς να δείξεις λίγη ψυχραιμία; Λίγη αυτοσυγκράτηση;


Ο Χωρεάδης, έβλεπε δεν έβλεπε φως, όταν σκοτείνιαζε, πλησίαζε το σπίτι στον «Γκρεμό» για να κόψει κίνηση. Με επιφυλάξεις, βέβαια. Από ογδόντα, ας πούμε, μέτρα μακριά. Εννοείται ότι το σπίτι είχε πρόσβαση στη θάλασσα, αλλά από κανένα σημείο κοντινό δεν θα μπορούσε να υπήρχε οπτική θέα στο πίσω του σπιτιού. Κάθε μέρα ο Χωρεάδης εκεί. Και το μόνο που έβλεπε ήταν ένα μαγιό στο συρματόπλεγμα κρεμασμένο με ένα μανταλάκι. Δείγμα ζωής! Μα αυτός ο αναθεματισμένος ο Φίκος, επιμονή να μην ανάβει το φως τα βράδια! Πώς ζούσε; Εκτός κι αν χρησιμοποιούσε κεριά από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ποιος ξέρει; Ετρεμε όμως και μόνο στην σκέψη να πλησιάσει περισσότερο, έστω στα σαράντα μέτρα απ’ την εξώπορτα. Στρατιωτικός ο Φίκος, δεινός σκοπευτής, κι ο Χωρεάδης δεν αισθανόταν, στοιχειωδώς άνετα, έτοιμος ψυχολογικά για την κηδεία του.

Και τι έβλεπε τώρα; Ένα μαγιό. Ένα μαγιό, μπλε στο χρώμα της θάλασσας.

«Χειμερινός κολυμβητής θα είναι ο άτιμος, άρα ατρόμητο παλικάρι!» σκέφτηκε μονομιάς. Και για να φυλάγεται περισσότερο, ο Χωρεάδης στεκόταν επί ώρες ακίνητος πίσω από ένα πεύκο συγκεκριμένο κάθε σούρουπο. Το αυτοκίνητο το άφηνε ενάμιση χιλιόμετρο μακριά για να μην κινήσει υποψίες. Σε θέση βολής μπροστά του τσουκνίδες, η εξώπορτα, το μανταλάκι και το σπίτι. «Θα φανεί, πού θα πάει; Δε θα φανεί κάποτε ο Φίκος; Άσε που αυτός μου χρωστάει, όχι εγώ». Πάντως, επί μήνες σημείο ζωής δεν είχε δώσει ο Φίκος. Εκτός κι αν είχε βρει κάποια μυστική δίοδο που δεν την ήξερε κανείς, δια θαλάσσης. Όμως ο «Γκρεμός» ήταν απρόσιτος. Με τα πόδια αποκλείεται να τον κατέβαινε κανείς, τόσο απότομος που ήταν. Κι αν υπήρχε τρόπος να τον κατέβει, έστω με σκοινί, έπρεπε να πέφτει απευθείας πάνω σε βάρκα.

Κι έστω ότι κατέβαινε απ’ την πίσω πόρτα του σπιτιού με συρματόσχοινο κι έπεφτε πάνω σε βάρκα. Πού να πήγαινε; Το πλησιέστερο νησί ήταν δώδεκα μίλια μακριά. Εκτός κι αν την έβγαζε ολημερίς σε εκείνη την ξέρα απέναντι, το Φιδονήσι. Να κάνει εκεί τι; Και τι έτρωγε; Μήνες είχε να φανεί στην Χώρα, δεν έπρεπε να κατέβει μια φορά την εβδομάδα για ψώνια; Που στο διάολο είχε εξαφανιστεί ο Φίκος; Ένα μικρό νησί ήταν, δεν ήταν δα και Νέα Υόρκη. Εκτός αν είχε τόσα αποθέματα ξηράς τροφής και το συνδύαζε με ψάρεμα στο Φιδονήσι που ήταν γεμάτο σαργούς, κεφαλόπουλα, λιθρίνια και καλαμάρια. Αλλά και πάλι, χωρίς ψωμί πώς την έβγαζε; Εκτός κι αν έψηνε το δικό του, αλλά πού; Στη θάλασσα; Χωρίς ψωμί ζει ο άνθρωπος; Κι εντάξει, πες ότι κατέβαινε στα κρυφά, μετά πώς ανέβαινε στο σπίτι; Απίθανα πράγματα!

Ψωμί! Μεγάλη υπόθεση. Λέξη με νόημα. Πόσα εκατομμύρια άνθρωποι δεν πέθαναν γιατί δεν είχαν ένα κομμάτι ψωμί κάθε μέρα; Πόσες επαναστάσεις δεν έγιναν για ένα κομμάτι ψωμί; Και για τι ψωμί; Για ένα ξεροκόμματο. Όχι σαν το ψωμί του φούρνου της Ρίζου που αρτοσκευάζει απίθανα πράγματα. Ούτε σαν το ψωμί του Ζήκου, να το δαγκώνεις και να γλείφεις και τα δάχτυλα των ποδιών σου. Ούτε σαν το ψωμί της κυρά-Ευτυχίας το ζυμωτό που σε ανάγκαζε να το φας όλο βουτηγμένο στο λάδι. Ψωμί να δεις! Μέχρι που είχε ακούσει ότι και μια δασκάλα στη Χώρα που δε θυμόταν τ’ όνομά της – όχι ντόπια, πάντως – ζύμωνε η ίδια τέτοιο ψωμί που υποκλίνονταν όλοι, ακόμα κι οι επαγγελματίες φουρναραίοι. Πού να συγκρατήσει τώρα ονόματα ο Χωρεάδης. Ο αγαπημένος του τομέας ήταν οι εισπράξεις.

Τυχερός άνθρωπος ο Χωρεάδης. Είχε καταφέρει να γευτεί το ψωμί της δασκάλας τρεις φορές κατά το παρελθόν σε συνεστιάσεις. Τι τον ενδιέφερε το όνομά της ή το από πού καταγόταν; Το φαϊ τον ενδιέφερε, κι ιδιαίτερα το ψωμί. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πρώτη φορά που συναντήθηκαν τη ρώτησε άσχετα πράγματα, όπως:
- Μα είναι δυνατόν να γίνεται το ψωμί σας τόσο τραγανιστό και νόστιμο χωρίς…;
- Χωρίς εννοείτε μεταπτυχιακό τίτλο; Έχω, της μαμάς μου.
Σκέτη τρέλα και η δασκάλα, και το ψωμί της. Τη δεύτερη φορά που συναντήθηκαν, την άφησε να κάνει παιχνίδι μόνη της.
- Η μανούλα μου ήταν πιο τραγανιστή, κι όχι σαν και μένα άγαρμπη.
Την τρίτη και τελευταία φορά που συναντήθηκαν, τον άφησε σύξυλο.
- Μα τόσο πεινασμένος είστε στη ζωή, κύριε Χωρεάδη, που μόνο τι θα φάτε σκέπτεσθε;

Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει μόνο με ψωμί; Μπορεί, πώς δεν μπορεί. Το ερώτημα είναι για πόσο; Λες να είχε βρει καμιά πατέντα ο Φίκος και φύλαγε τίποτα. έτοιμο στην κατάψυξη; Εκτός κι αν του το είχε απαγορέψει το ψωμί ο γιατρός. Για ποιο λόγο, όμως; Και τόσο καιρό άφαντος, εκτός νησιού, θα του έχουν κόψει το ηλεκτρικό ρεύμα. Γι’αυτό, άλλωστε, το σπίτι μέσα στο σκοτάδι ήταν. Δεν ήταν μόνο ο Χωρεάδης που τον αναζητούσε. Ηταν κι άλλοι. Και πρώτος – πρώτος ο δήμαρχος, για να του επιδώσει το χαρτί νόμιμης κυριότητας του κτίσματος στον «Γκρεμό» μετά την αγορά και την οριστική τακτοποίηση του θέματος. Ήταν κι ο Βάρβογλης που είχε γιο τελειόφοιτο Λυκείου και ήθελε να τον ρωτήσει μερικά πράγματα για τις παραγωγικές σχολές του Στρατού. Ήταν κι ο παλιός συμπολεμιστής του Κύπριος Αγησίλαος Πατρόκλου, που τον έψαχνε επί δυο βδομάδες και είχε αφήσει στο δήμαρχο ένα μήνυμα για να του το κοινοποιήσει με την πρώτη ευκαιρία.

Κι αν ο Φίκος έπαθε τίποτα; Όλοι έλεγαν: όπου να’ναι θα φανεί καμαρωτός καμαρωτός στους δρόμους της χώρας ή στο καφενείο, αλλά πέρασαν τόσοι μήνες και τίποτα. Ίχνος του πουθενά! Κανένα μάτι δεν τον πήρε χαμπάρι. Πάντως από το νησί με πλοίο της γραμμής δεν έφυγε ποτέ. Είχαν ρωτήσει τους πάντες, από τον καπετάνιο μέχρι το λοστρόμο και τους καμαρώτους, ο Φίκος δεν είχε μπει ποτέ στο πλοίο ξανά μετά τον ερχομό και την μόνιμη εγκατάστασή του στο νησί. Εκτός πια κι αν είχε βάρκα κι έφυγε μαζί της προς άγνωστη κατεύθυνση. Ρώτησαν όλο το νησί αν είχε ποτέ αγοράσει τη βάρκα ή το καίκι κανενός, γιατί ο ίδιος δεν έφερε καμία βάρκα με τον ερχομό του. Αλλά και βάρκα να είχε κι αν κανείς δεν τον έπαιρνε είδηση, μέχρι που θα πήγαινε; Και για ποιο λόγο; Μυστήριο πράγμα!

Εκτός πια κι αν το έσκασε απ’ το νησί κολυμπώντας. Τρελό σενάριο βέβαια, αλλά όλα μπορείς να τα περιμένεις από ένα γενναίο άνθρωπο της κλάσης του Φίκου με βεβαρυμένη ψυχολογία, ύστερα από την τραγωδία που τον είχε βρει. Αλλά και πάλι! Όσο και γενναίος κολυμβητής να ήταν, αποκλείεται να κολυμπούσε 36 μίλια μέχρι το πλησιέστερο κατοικημένο νησί, τη Βεντούζα. Κι έστω, αν επιχειρούσε να το κάνει, πως μπορούσε να παραβλέψει τα 8 μποφόρ που ήταν το συνηθέστερο, ακόμα και το καλοκαίρι; Άσε στην μπάντα τους άλλους κινδύνους της θάλασσας, όπως τα άκρως επικίνδυνα σκυλόψαρα που μαζεύονταν γύρω από το Φιδονήσι για να γεννήσουν μια φορά το χρόνο. Πόσοι ψαράδες δεν είχαν χαθεί από εκείνα τα θηρία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια; Τουλάχιστον είκοσι.

Το λογικό συμπέρασμα ήταν ότι ο Φίκος ή είχε πεθάνει ή είχε κρυφτεί κάπου, έστω είχε οχυρωθεί μέσα στο σπίτι του. Να κρυφτεί όμως, γιατί; Ατρόμητος άντρας ήταν, μια χαρά. Δεν είχε λόγους να φοβηθεί κανέναν, δεν ήταν από εκείνους που φοβούνταν ακόμα και τον ίσκιο τους. Ξεχώριζε για την ευθύτητα των λόγων και την επιχειρηματολογία του, που ήταν συνεπείς με τις πράξεις του. Δικαιώματα δεν έδωσε ποτέ σε κανέναν να σχολιάσει δυσμενώς τη συμπεριφορά του. Δεν είχε κανέναν λόγο να κρυφτεί και δε φοβόταν ούτε τον Χωρεάδη, που απείλησε να τον κάνει κουμπότρυπες αν ξανάνοιγε το βρωμόστομά του, γιατί είχαν κάνει μεταξύ τους αντρική συμφωνία. Εκτός κι αν υπήρχαν κι άλλοι παράμετροι στην ιστορία Φίκος, που δεν τις είχε υποψιαστεί κανείς. Ή εκτός κι αν είχε πεθάνει.

Αν είχε πεθάνει ο Φίκος, τότε πριν πεθάνει ή θα είχε τη δυνατότητα να ειδοποιήσει κάπως ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του ή δε θα την είχε. Και μιας και δε διέθετε τηλέφωνο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο οι δυνατότητές του ήταν περιορισμένες. Ένα μανταλάκι φαίνεται να διέθετε όλο κι όλο και σε αυτό είχε κρεμασμένο το μπλε μαγιό του. Άρα, αφού το μαγιό ήταν κρεμασμένο στην ίδια θέση κάθε μέρα, αποκλείεται να έφυγε κολυμπώντας. Εκτός κι αν είχε και δεύτερο μαγιό. Γιατί όχι; Τότε γιατί δε μάζευε το μπλε που είχε στεγνώσει από καιρό; Το πιθανότερο είναι ότι δεν είχε την δυνατότητα να τους προειδοποιήσει ότι πεθαίνει, εκτός κι αν ο ίδιος πίστευε ότι δεν άξιζε να τους ειδοποιήσει. Πιθανότατα, όμως, ήταν τόσο ξαφνικό αυτό που τον βρήκε, που δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί αν θα ειδοποιήσει κανέναν.

Είχε πεθάνει ο Φίκος. Όλες οι ενδείξεις, γιατί σαφείς αποδείξεις περί τούτου δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν, συνέκλιναν προς μία και μοναδική εκδοχή: Επειδή δεν έβρισκε κανένα νόημα στην ζωή που ζούσε, επειδή χρωστούσε ένα σεβαστό ποσό στο Χωρεάδη που έπρεπε να ξεπληρώσει στον συμφωνηθέντα χρόνο, επειδή είχε σοβαρά προβλήματα υγείας που κανείς δεν γνώριζε και εξαιτίας των οποίων απεβίωσε, και επειδή είχε σοβαρότατα ψυχολογικά προβλήματα που δεν εκφράζονταν εύκολα, εξαιτίας της οικογενειακής του περιπέτειας, ο ίδιος πιθανόν να αποφάσισε να αυτοκτονήσει με το 45άρι του και κανείς να μην το πήρε χαμπάρι. Κι ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, κάποια μέρα θα έβρισκαν ένα σημείωμα στο οποίο θα εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους αυτοκτόνησε. Εκτός κι αν πήγε από συγκοπή.

Τελικά ο Φίκος δεν είχε πεθάνει. Τι είναι οι άνθρωποι για να πεθαίνουν έτσι εύκολα; Στραγάλια ή κουνούπια που τους παρασέρνει το πρώτο φύσημα του ανέμου; Οι άνθρωποι έχουν όνειρα, και τα όνειρα δεν πεθαίνουν ποτέ. Πόσω μάλλον ο Φίκος! Γιατί και οι απόστρατοι αξιωματικοί έχουν όνειρα. Κανείς δεν τον ρώτησε ποτέ ποιο ήταν το όνειρό του, αλλά σίγουρα είχε. Μόνο και μόνο γι’ αυτόν το λόγο δεν είχε πεθάνει: για το όνειρό του. Άρα ζούσε.


Το τι έγινε μετά το τέλος της σχολικής γιορτής πριν από τόσους μήνες δεν περιγράφεται εύκολα. Οι γονείς φιλούσαν όχι μόνο τα παιδιά τους αλλά και τα παιδιά των άλλων. Οι δάσκαλοι κι οι δασκάλες αναρωτιόντουσαν για το πώς η ανθρώπινη δύναμη της αγάπης μπορεί να δώσει πνοή σε άψυχα υλικά και να μετουσιώσει απλές ανθρώπινες σκέψεις σε αθάνατες αξίες.
Ο Γιαλούρης έκθαμβος κάλεσε την Αμαλία κοντά του.
- Συγχαρητήρια! Δεν ξέρεις πόσο με συγκίνησες. Ούτε στην κηδεία του συγχωρεμένου του πατέρα μου δεν έκλαψα τόσο…
- Ευχαριστώ. Εκ μέρους των παιδιών, βέβαια. Εγώ έκανα απλά το καθήκον μου.

Το καθήκον! Ωραία λέξη! Ο πρώτος αλλά και τελευταίος που πρόφερε την λέξη «καθήκον» με πάθος ήταν ο χαμένος ανθυπολοχαγός που ερωτεύτηκε τότε παράφορα. Έκτοτε, την λέξη δεν την πρόφερε η ίδια σχεδόν ποτέ πια, απλά την ένιωθε μετουσιωμένη στις σχέσεις με τους άλλους, συγγενείς, φίλους, σχολικό περιβάλλον, όλη την ευρύτερη μικρή κοινωνία του νησιού. Πίστευε κι αυτή πως η γνώμη που έχουμε για τον εαυτό μας είναι τελικά η γνώμη που έχουν οι άλλοι για μας, και προσπαθούσε στην αρχή με κόπο να διατηρηθεί αυτή η καλή εικόνα των άλλων για το πρόσωπό της. Φυσικά μετά από καιρό δεν ένιωθε καν την ανάγκη να προσπαθήσει, λες και τα πάντα προωθούνται με αυτόματο πιλότο.

- Αν ποτέ διανοηθείτε να φύγετε απ’ το νησί, να ξέρετε ότι είμαστε όλοι μας αποφασισμένοι να πάρουμε τα παιδιά μας απ’ το σχολείο της Χώρας και να μεταναστεύσουμε ομαδικά στην πρωτεύουσα, της διεμήνυσε ο πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων.
- Σας ευχαριστώ για τις φιλοφρονήσεις σας, αλλά στην ζωή δεν πρέπει τίποτα να προδικάζουμε…
Προφητικός λόγος.

Έξω από το σχολείο ο άνεμος παράσερνε τ’ αραδιασμένα στο έδαφος καταπράσινα φύλλα των δέντρων με ορμή. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει, αλλά κι η ίδια έτοιμη ήταν να δακρύσει με τις πρώτες λέξεις που εξέφρασε σε ένα σύντομο λογύδριό του ο Γιαλούρης.
- Αγαπητοί φίλοι γονείς, κηδεμόνες, μαθητές και συνάδελφοι θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την συμμετοχή σας στην σημερινή σχολική μας γιορτή, που θα περνούσε ασφαλώς απαρατήρητη στην ιστορία των πολιτιστικών εκδηλώσεων του νησιού μας αν δεν έφερε την μοναδική και συγκλονιστική σφραγίδα της δασκάλας μας, της Αμαλίας Ανανιάδου, που, με υπερβάλλοντα ζήλο και υψηλότατη αίσθηση του καθήκοντος, κατόρθωσε με πενιχρά μέσα να…

Αυτό το καθήκον, πάλι! Ωραία λέξη, κανείς δεν το αμφισβητεί. Γιατί όμως να μην γραφόταν με «οι» ώστε συνειρμικά να έπαιρνε διαστάσεις ονείρου και αλλοφροσύνης; Ποια συμπαντική τελολογική σκοπιμότητα παρέδιδε ένα ήδη απαγχονισμένο «η» στο βωμό μιας κοινωνικής ερμηνείας που συνεχίζει να παίζει με όρους αλφαβήτου τις μοίρες των ανθρώπων; Γιατί να την εγκωμιάζουν δημόσια; Μόνο και μόνο γιατί έκανε το καθήκον της απέναντι στους άλλους; Θα προτιμούσε, τουναντίον, να την κατηγορήσουν ότι παραμέλησε επί χρόνια να κάνει το βασικότερο καθήκον που της αναλογούσε: αυτό προς τον εαυτό της. Γιατί την αγάπη των γύρω της την βίωνε καθημερινά, ζαχαρώνοντας ένα τεράστιο κενό μοναξιάς που δεν άφηνε το σεντόνι ή η κουβέρτα της νύχτας να απομακρυνθεί, από φόβο μήπως γνωστοποιηθεί και στους άλλους.

- Συγχαίρουμε, λοιπόν, την Αμαλία μας για την συγκινητική γιορτή που μας πρόσφερε απόψε με το υπερβολικό πάθος και το υψηλό γούστο που διαθέτει, ελπίζοντας ότι και στις υπόλοιπες σχολικές γιορτές της χρονιάς, αλλά και του χρόνου, θα αφήσει, με την συνδρομή όλων μας φυσικά, και πάλι την πολύτιμη προσωπική σφραγίδα της στην ιστορία αυτού του σχολείου…

Είναι αδύνατο ανθρώπινος νους να διανοηθεί τι μπορεί να κατασκευάσουν με μεράκι δυο χέρια χρησιμοποιώντας τόσο φτηνά υλικά, λίγες μπογιές, πέντε λαδόκολλες και είκοσι μανταλάκια…
-Καλώ τώρα τους γονείς και τους συναδέλφους στη δίπλα αίθουσα, όπoυ έχει στηθεί ένας πρόχειρος μπουφές, και τα παιδιά ας περάσουν έξω στην αυλή για ένα σάντουιτς κι ένα αναψυκτικό, κι ύστερα ας παίξουν με την ψυχή τους. Και του χρόνου!


Η Αμαλία βγήκε στην αυλή για να βάλει τα παιδιά σε κάποια σειρά. Η ημέρα ήταν πραγματικά όμορφη, γιορταστική, γι’ αυτό και τα παιδιά βιάζονται να φάνε για να παίξουν. Η ίδια δεν έδειχνε και τόσο ενθουσιασμένη με την ιδέα ότι θα έπρεπε να αφήσει σε λίγο τον όμορφο κόσμο των παιδιών για τον μπουφέ των μεγάλων. Έπρεπε όμως να είναι και εκεί. Τελευταίος στην ουρά των μαθητών ο Γιαννάκης ο Γραμμόζης της έκτης, πανέξυπνος και παρατηρητικός μαθητής.
- Κυρία να σας πω κάτι;
- Τι είναι, Γιαννάκη;
- Ο κύριος Διευθυντής έκανε λάθος. Τον παρακολουθούσα την ώρα που μιλούσε…
- Λάθος; Τι λάθος;
- Είπε ότι τα μανταλάκια είναι είκοσι.
- Είκοσι είναι, Γιαννάκη. Δεν έκανε λάθος. Είκοσι αγόρασα και τα χρησιμοποίησα όλα.
- Αφού σας λέω κυρία ότι είναι δεκαεννιά. Δε με πιστεύετε;
- Δεν έχω λόγους να μην σε πιστέψω, Γιαννάκη. Πήγαινε τώρα να παίξεις…

Ύστερα η Αμαλία ξαναμπήκε στην αίθουσα τελετών από περιέργεια περισσότερο για να μετρήσει πόσα ήταν τα μανταλάκια. Είχε δίκιο ο Γιαννάκης, δεκαεννιά ήταν.
Όταν μπήκε στην αίθουσα με τον μπουφέ, η Αμαλία συνάντησε πρώτο – πρώτο το Γιαλούρη που της πρότεινε ένα ποτήρι λευκό κρασί.
- Αν σου χρειαστεί κι άλλο, έχουμε άφθονο. Και μην ξεχαστείς, όλοι οι συνάδελφοι θα τιμήσουμε την σημερινή ημέρα στις δώδεκα στου Βάρβογλη. Όσο για το μεζέ, εγώ ο ίδιος σου έφτιαξα το καλύτερο πιάτο.
- Ευχαριστώ πολύ. Στην υγειά μας.

Κι ύστερα η Αμαλία χάθηκε στα πηγαδάκια των γονέων που την συνέχαιραν κατενθουσιασμένοι. Πού να βρει χρόνο να δοκιμάσει το πιάτο του Γιαλούρη; Εξάλλου οι μεζέδες στου Βάρβογλη θα ήταν και περισσότεροι και μετά μουσικής ζωντανής, όπως επιβαλλόταν για μια γιορτινή μέρα σαν κι αυτή.
- Λοιπόν; ρώτησε ο Γιαλούρης την Αμαλία που καθόταν στα δεξιά του. Πώς σου φάνηκε η γιορτή;
- Τα είπες όλα εσύ, και μάλιστα υπερβολικά. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να τα επαναλάβω.
- Δε νομίζω ότι υπερέβαλα καθόλου. Και, μάλιστα, έχω την εντύπωση ότι λίγα είπα.
- Έβαλες κάτι παραπάνω…
- Για παράδειγμα;
- Ναι! Εκεί που είπες για τα είκοσι μανταλάκια…
- Έχεις χιούμορ, πράγματι! Και μάλιστα σε υπερβολική δόση, έτσι για να στο ανταποδώσω…
- Καθόλου! Δεν κάνω χιούμορ, απλά κυριολεκτώ.
- Έτσι, ε;
- Τα μανταλάκια, Γεράσιμε, δεν είναι είκοσι, αλλά δεκαεννιά.
- Χα! Ρε Αμαλία, να’ξερες μόνο πόσο μου αρέσεις. Χα!χα!χα!
- Εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς. Άσε με να σου εξηγήσω…
- Χα!χα! Άντε μίλα, Αμαλία, η σημερινή μέρα είναι δική σου. Άντε στην υγειά μας!
- Στην υγειά μας! Που λες, το πρωτοπαρατήρησε ο Γιαννάκης της έκτης.
- Ποιος; Ο Γραμμόζης;
- Ναι, αυτός.
- Και τι παρατήρησε;
- Ότι ήταν δεκαεννιά κι όχι είκοσι. Ύστερα τα μέτρησα και εγώ. Είχε δίκιο. Δεκαεννιά.
- Ε, λοιπόν, του χρόνου Αμαλία θα πω δεκαεννιά, εντάξει, χα!χα!
- Μα εγώ αγόρασα ένα σετ των είκοσι στο χρωματοπωλείο. Πού πήγε το εικοστό;
- Απλά, δεν το χρειαζόσουν και δεν το χρησιμοποίησες.
- Μυστήριο πράγμα! Τι λες να απέγινε;
- Πού ξέρεις, Αμαλία; Κάποιος μπορεί να το βρήκε, και το κράτησε για να σε θυμάται.

Εκείνο το βράδυ η Αμαλία είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο. Κάποιο απόγευμα άπλωσε όλη την μπουγάδα με τα εσώρουχα στο συρματόσχοινο, χρησιμοποιώντας είκοσι μανταλάκια. Ύστερα από λίγο μπήκε στο αυτοκίνητο και τράβηξε για τα μαγαζιά της χώρας. Επέστρεψε κατά το σούρουπο, για να ανακαλύψει ότι όλα τα εσώρουχα και τα μανταλάκια έλειπαν, εκτός από ένα στο οποίο ήταν κρεμασμένο ένα αντρικό μαγιό, μπλε χρώματος. Το ίδιο όνειρο είδε άλλες τρεις φορές μέσα σε δεκαπέντε μέρες.


Πέρασε και ο Μάης με το περίφημο πανηγύρι στο Αρχαιόκαστρο, πέρασε και το καλοκαίρι με πλημμυρισμένη την Βεντάλια από τουρίστες και το πανηγύρι της Παναγιάς στο Λιθάρι, άρχισε το φθινόπωρο η προεκλογική κίνηση για τις δημοτικές εκλογές τον Νοέμβριο με βασικούς διεκδικητές τον Ευγένιο Δελαπατρίδη και τον Στέργιο Ορφανό, πρόεδρο επί 15ετία του Γεωργικού Συνεταιρισμού, έγινε μάχη πραγματική, 189 ψήφους πήρε ο Δελαπατρίδης και ξαναβγήκε, και 181 ο Ορφανός που, τέλος πάντων, έχασε αξιοπρεπώς, κι άρχισε να ονειρεύεται την επόμενη φορά.
Ήρθαν και τα Χριστούγεννα. Ο Δελαπατρίδης είχε μεταφέρει το προεκλογικό του κέντρο στο καφενείο του Βάρβογλη. Όποιος έμπαινε στο καφενείο από τη μία μέχρι τις δύο το μεσημέρι ήταν κερασμένος, άσχετα αν είχε στηρίξει ή όχι τον Δελαπατρίδη. Ακόμα κι ο Βάρβογλης, που δεν εκδηλωνόταν ποτέ πολιτικά, έπινε μέρα νύχτα στην υγειά του Δημάρχου. Το καφενείο γνώρισε δόξες, σιγοντάρισε λίγο κι ο καιρός, που ήταν όλες τις μέρες αρκετά βροχερός, κι ο κάθε περαστικός απ’ την κεντρική πλατεία της Χώρας ζητούσε καταφύγιο στα μαγαζιά.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς μπήκε στο καφενείο κι ο Χωρεάδης.
- Κερασμένος απ’ τον Δήμαρχο, είπε ο Βάρβογλης.
- Μέχρι πότε θα κερνάς, Δήμαρχε; απευθύνθηκε ο Χωρεάδης στο Δελαπατρίδη που βρισκόταν στη μέση μιας μεγάλης παρέας στο βάθος.
- Μέχρι τα μεσάνυχτα που αλλάζει ο χρόνος! φώναξε δυνατά ο Δελαπατρίδης. Από αύριο, αλλάζει ο χρόνος και κερνάτε εσείς.
- Στην υγειά σου τότε, Δήμαρχε. Έχεις δίκιο, από αύριο αλλάζουν όλα. Μεγάλη μέρα η αυριανή. Έχω λόγους και στο λέω… λόγους σοβαρούς.

Ο Δελαπατρίδης πλησίασε τον Χωρεάδη.
- Μεγάλη μέρα είπες ή δεν άκουσα καλά;
- Εμ, βέβαια. Αύριο θα εισπράξω τα υπόλοιπα απ’ τον Φίκο.
- Απ’ τον Φίκο; Πού τον θυμήθηκες;
- Βάσει συμφωνίας, βέβαια…
- Και πού θα τον βρεις; Έχετε κλείσει ραντεβού;
- Από πέρυσι. Δεν το θυμάσαι; Αρκεί να κρατήσει τον λόγο του.
- Μωρέ, θα τον κρατήσει. Αλλά, που είναιτος; Άμα δεν φανεί, πώς θα τον κρατήσει;
- Ελπίζω να τον βρω.

Ανήμερα την πρωτοχρονιά το απόγευμα ο Χωρεάδης πλησίασε στο σπίτι για τελευταία φορά. Από ογδόντα μέτρα μακριά ήταν ολοφάνερο πως το μπλε μαγιό είχε εξαφανιστεί. Άρα ο Φίκος ήταν σίγουρα μέσα. Ποιός άλλος θα περνούσε έστω και τυχαία από εκεί; Η τοποθεσία δεν ήταν κάποιο πέρασμα κυνηγών, φυσιολατρών ή περίεργων εξερευνητών. Έπρεπε να ξέρεις ότι υπάρχει ένα χαμόσπιτο εκεί για να πας. Όμως στο μανταλάκι τώρα φαινόταν κάτι μικρό, σαν ένα κομμάτι χαρτί. Με μεγάλη προφύλαξη πλησίασε στα πενήντα μέτρα από το συρματόπλεγμα, σκυφτός ανάμεσα στα χορτάρια. Είκοσι πέντε μέτρα απ’ τα παντζούρια ήταν το συρματόπλεγμα συν άλλα πενήντα, ε! όσο καλός σκοπευτής και να ήταν ο Φίκος, δύσκολο να τον πετύχει, αν το επιχειρούσε. Τώρα έβλεπε ξεκάθαρα ένα λευκό κομμάτι χαρτί πάνω στο μανταλάκι. Πού να πλησιάσει όμως; Μπορεί να ήταν και παγίδα. Σε δυο ώρες θα νύχτωνε, λύση άλλη δεν υπάρχει. Θα περίμενε, τι άλλο να κάνει; Ξάπλωσε λοιπόν ανάμεσα στους θάμνους μπρούμυτα για να ελέγχει οποιαδήποτε κίνηση από και προς το σπίτι, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. Καμία κίνηση.

Παράξενες σκέψεις περνούσαν τώρα απ’ το μυαλό του Χωρεάδη. Αν ο Φίκος είχε κατεβεί στην Χώρα και τον έψαχνε παντού για να του δώσει τα λεφτά; Αποκλείεται, γιατί ο ίδιος βρισκόταν μέχρι τις δύο στου Βάρβογλη. Ύστερα πήγε στο σπίτι για φαγητό, είδε τηλεόραση για μισή ώρα κι ύστερα ξάπλωσε λιγάκι. Να τον έψαχνε άραγε ο Φίκος μεσημεριάτικα; Απίθανο του φαινόταν. Το πιθανότερο ήταν να έλειπε, αλλιώς θα είχε βουίξει το νησί για την επανεμφάνισή του μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Τότε ποιος απομάκρυνε το μαγιό και κρέμασε στο μανταλάκι το χαρτί; Κάποιος συγγενής, ίσως, κάποιος φίλος, ίσως; Και πώς αυτός ο άνθρωπος ήρθε στο νησί και μπήκε στο σπίτι του Φίκου χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς;
Και τι σόι χαρτί ήταν αυτό; Τον έτρωγε τώρα η περιέργεια. Μήπως κάποιο σημείωμα για τον ταχυδρόμο του νησιού ή για το Δήμαρχο; Ό,τι και να ήταν, αποτελούσε μια πρωτοχρονιάτικη έκπληξη, γιατί όλα τα περίμενε πια κανείς από τον Φίκο. Μα για στάσου!

Ένιωθε τύψεις τώρα ο Χωρεάδης. Κάθε σούρουπο είχε τις μαύρες του. Όσο σκοτείνιαζε, τόσο χειροτέρευε. Είχε περάσει και μιάμιση ώρα αναμονής σε θέση πρηνηδόν με τα μάτια και καρφωμένα στο σπιτάκι του Φίκου. Άναψε το προτελευταίο τσιγάρο στο πακέτο με χίλιες δυο προφυλάξεις, κι έπεσε σε βαθιά περισυλλογή.

Πριν τριάντα χρόνια σε αυτόν τον τόπο είχε σκοτωθεί με τα αδέλφια του, τον Αλέξη και τον Αντρέα. Σαν πρωτότοκος ισχυριζόταν ότι αφενός μεν δικαιούταν τα περισσότερα από τους δύο μικρότερους αδελφούς του, γιατί δούλευε για να σπουδάσουν αυτοί. Έτσι κατάφερε να πάρει το πατρικό σπίτι και το μισό της υπόλοιπης περιουσίας. Ο δεύτερος, που ούτως ή άλλως έμενε στην πρωτεύουσα κι άρχισε να δημιουργεί οικογένεια, κατάφερε να πάρει την υπόλοιπη μισή, ενώ ο μικρός φάνηκε να μην διεκδικεί τίποτα. Έφυγε μια για πάντα πικραμένος απ’ το νησί, κι ακούστηκε ότι διέπρεπε ως ναυπηγός στην Βοστώνη. Οι άλλοι δύο δεν τον ξαναείδαν ποτέ.

Πριν δεκαπέντε χρόνια ο γείτονάς του ο Αρης ο Χάντακας, παιδικός του φίλος και νοικοκύρης, αρρώστησε βαριά. Η γυναίκα του η Καλλιόπη άφησε τα δυο ανήλικα παιδιά στην αδελφή της, κι έτρεξε στους γιατρούς της πρωτεύουσας για να τον σώσει. Κι επειδή με τα προβλήματα της καρδιάς δεν παίζεις, όσα και να χρειάζονταν θα τα έδινε για τον Αρη. Γύρισε μετά από ένα μήνα στο νησί με σκοπό να πουλήσει την μισή ακίνητη περιουσία της. Ο Χωρεάδης που προσφέρθηκε πρώτος, σαν παιδικός φίλος, την αγόρασε ολόκληρη για ψίχουλα, με την υπόσχεση μάλιστα να προικίσει και το κορίτσι τους μετά από χρόνια. Του Αρη η καρδιά άντεξε μετά την επέμβαση των γιατρών, λύγισε όμως όταν γύρισε πίσω στο νησί μετά από έξι μήνες για να μάθει τελικά πως δεν του ανήκε πια τίποτα.

Ο Χωρεάδης τώρα ένιωθε άβολα, έτρεμε ολόκληρος. Όποτε άκουγε αναφορές στο όνομα του Αντρέα ή του Αρη μέσα στο καφενείο του Βάρβογλη προφασιζόταν επείγουσα δουλειά και έφευγε. Αναψε και το τελευταίο τσιγάρο τη στιγμή που άρχιζε ν’ απλώνεται το σκοτάδι γύρω του, ενώ ένα παράξενο συναίσθημα τον κυρίευε. Πόσο θα’θελε να ξανάβλεπε μπροστά του, αντρίκια, το λεβέντη τον Φίκο, κι ας μην είχε να του δώσει τα χρωστούμενα. Ας τον ξανάβλεπε, κι ας του τα χάριζε. Δεν ήθελε να κρύβεται πια μια ζωή για την απληστία του. Έσβησε το τσιγάρο μετά από τρεις δυνατές ρουφηξιές κι άρχισε να σέρνεται προς την εξώπορτα με τα μάτια του δεκατέσσερα. Πέρασε πάνω από πέτρες, χόρτα και τσουκνίδες, έσκισε το παντελόνι του στην προσπάθεια να μην γίνει αντιληπτός. Σηκώθηκε ξαφνικά, στηρίχτηκε και στα δυο του πόδια σταθερά κι έπιασε το μανταλάκι πάνω απ’ το συρματόπλεγμα, τράβηξε το σημείωμα με προσοχή, κι έφυγε πάλι με χίλιες προφυλάξεις.

Άναψε το φωτάκι πάνω απ’ το τιμόνι του αυτοκινήτου, ξετύλιξε το χαρτί προσεκτικά, αλλά με ανυπομονησία, για να ανακαλύψει ότι εκτός του σημειώματος περιείχε και μια επιταγή των 30 χιλιάδων ευρώ. Άρπαξε αλαφιασμένος το σημείωμα και διάβασε δυνατά:

«Κύριε Χωρεάδη
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω καταρχήν για την παραχώρηση της συγκεκριμένης γης εκ μέρους σας, αν και σε ασύμφορη τιμή, με συμφέροντες για σας όρους, όπως την πίστωση ενός χρόνου για την αποπλήρωση του αρχικά συμφωνηθέντος ποσού, το οποίο τελικά σας καταβάλλεται εξολοκλήρου σήμερα. Η όποια αγανάκτησή μου προς το πρόσωπό σας είχε να κάνει όχι τόσο με την υπερτιμολόγηση της παραχωρηθείσης εκτάσεως όσο με την μετέπειτα συμπεριφορά σας που συνίστατο στη διαβολή καθώς και στη διασπορά συκοφαντικών ερμηνειών που δεν τιμούν καθόλου ημάς αλλά και υμάς. Τέλος πάντων, επειδή στο σύντομο βίο μου δεν έχω μάθει να συγχωρώ κανέναν και πρωτίστως τον εαυτό μου, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι εσάς τουλάχιστον πρόλαβα και μπόρεσα να σας συγχωρέσω, κυρίως γιατί κατάλαβα ότι το μόνο που σας ενδιέφερε μια ζωή ήταν το χρήμα. Και εάν μεν έχετε ήδη φιλοσοφήσει τη ζωή και έχετε ήδη βρει έστω έναν τρόπο να κάνετε κάτι με αυτό ώστε να ζήσετε καλύτερα, έχει καλώς. Αν όχι, και δεν προβλέπετε μια σχετική ευημερία στο άμεσο μέλλον, τσάμπα δρόμο διαλέξατε. Ειλικρινά σας λυπάμαι, ειδικά τώρα στη σκέψη μου πως αυτό που έρχεται στην ζωή σας σαν αποπληρωμή χρέους τρίτου προς το πρόσωπό σας, αποτελεί μια απλή απόδειξη του να μην πιαστείτε κορόιδο. Σας χαιρετώ καθ’ οδόν προς Νέα Ζηλανδία. Ναι, είμαι αρκετά ευτυχισμένος. Μην με ρωτήσετε πώς, πού, τι και πότε πάλι. Ούτως ή άλλως, το μόνο που σας ενδιαφέρει είναι το χρήμα. Το ίδιο κι εμένα σε κάποιο βαθμό. Αλλά δεν είναι το μόνο. Κι αν άφησα το υπόλοιπο ποσό είναι ακριβώς για να το αξιοποιήσετε. Έχετε υπόψη σας πόσο έχει πάει το λίτρο η φορμόλη; Όχι, όχι δα, μην το σκέφτεστε καθόλου. Και μην διανοηθείτε, μηδεπώποτε, να πλησιάσετε το σπιτάκι μου στον «Γκρεμό», γιατί δεν σας εγγυώμαι τίποτε για την αρτιμέλειά σας. Λίγο κράτει δεν βλάπτει. Αρκεστείτε στο επόμενο μανταλάκι του χρόνου την Πρωτοχρονιά, ίσως. Ως τότε, υπομονή…».



Την επόμενη εξαφανίστηκε και η Αμαλία από το νησί. Το πώς και γιατί παραιτήθηκε ξαφνικά, δεν το έμαθε κανείς ποτέ.



Από πού ξεφύτρωσε ο Κλεόβουλος Φίκος και πώς εξαφανίστηκε για έναν ολόκληρο χρόνο, λες και τον κατάπιε η γη; Ποιος τον είδε για τελευταία φορά και πότε; Τι σχέση είχε με την Αμαλία Ανανιάδου; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα μέχρι το τέλος για να επιτρέψουν στον αναγνώστη να πλάσει τη δική του ιστορία.

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo