Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013
Αρκετά χρόνια αργότερα η Ελλάδα κατόρθωσε μ’ έναν μαγικό τρόπο να μην ανήκει ούτε στη δύση, τη Μέκκα του καπιταλισμού, αλλά ούτε και στους Έλληνες καθώς είναι πια υποθηκευμένη σε μια απροσδιόριστη ομάδα πιστωτών.
Το ότι δεν ανήκουμε πια στην δύση είναι προφανές από τα συνεχόμενα πανό με την ένδειξη ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ και τα κλειστά καταστήματα στις κεντρικές οδικές αρτηρίες που πριν από μερικά χρόνια έσφυζαν από ζωή και για να βρει κάποιος ένα γραφείο ή ένα μαγαζί έπρεπε να «λαδώσει» τον παρακείμενο θυρωρό.
Ανεβαίνοντας προχθές αργά το μεσημέρι στη λεωφόρο Συγγρού ένιωσα ένα απροσδιόριστο ρίγος που άγγιζε τα όρια του πανικού: Παντού κλειστά καταστήματα και άδεια κτίρια γραφείων να νοικιάζονται. Η κίνηση ήταν τόσο χαμηλή που μπορούσα να αναπτύξω ταχύτητες που μου θύμιζαν τα ομολογουμένως εκρηκτικά νιάτα μου.
Έβλεπα μπροστά μου ολοζώντανο έναν εφιάλτη που πολλές φορές έχω περιγράψει στα πλαίσια της δουλειάς μου, αλλά πάντα η εικόνα του προκαλεί ασύγκριτα μεγαλύτερη ταραχή: Tη μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ εντός της Ευρωζώνης εμφάνισε πέρυσι η Ελλάδα, ενώ ακόμα μεγαλύτερη ήταν η υποχώρηση της τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών.
Αυτό που δεν υπολόγιζαν όλοι όσοι δικαίως ή αδίκως οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση είναι το θυμικό του Έλληνα. Είναι αυτό που αισθανόμαστε κάθε πρωί όταν ξεκινάμε να πάμε στη δουλειά , όσοι ακόμα έχουμε, και λίγα φανάρια πριν φτάσουμε αναλογιζόμενοι το τι μας περιμένει και αυτή την ημέρα αποκτάμε έναν κόμπο στο στομάχι που αρχίζει σιγά-σιγά να ανεβαίνει προς το στέρνο.
Η μικρομεσαία επιχείρηση μαζί με την οικοδομή ήταν πάντα ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτούς τους δύο κλάδους στηρίχθηκε η ανοικοδόμηση της χώρας έστω με τον στραβό τρόπο με τον οποίο έγινε, από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και μετά. Η κατάσταση αυτή πέρασε βαθιά μέσα στο DNA του Έλληνα καθώς η έννοια «το μαγαζί μου» απέκτησε ίδια και ίσως μεγαλύτερη βαρύτητα από τις έννοιες «το αυτοκίνητό μου, η γυναίκα μου», αφού οι δύο τελευταίες συχνά για διάφορους λόγους άλλαζαν.
Η πρώτη όμως παρέμενε σταθερή και τελικά κατέληξε να είναι η βροχή, και ο καιρός που μας ορίζει κατά τον Καββαδία. Με την βροχή όταν έπρεπε να καλύψεις τις επιταγές «του μαγαζιού» ακόμα και αν χρειάζονταν να καταφύγεις σε τοκογλύφους που αργότερα θα έπαιρναν το σημαντικότερο μέρος των κερδών σου κάτι όμως που δεν είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς το τέλος της ημέρας «το μαγαζί» παρέμενε δικό σου και άρα έπεφτες στο κρεβάτι και είχες κάτι να σκεφτείς για την επόμενη μέρα. Και με τον καιρό που όταν «άνοιγε» που μπορούσες με κάποια μικρά κέρδη που έβγαζες να ζήσεις για να απολαύσεις ένα δύο πράγματα έχοντας την ηθική ικανοποίηση ότι αυτά τα είχε δώσει το «μαγαζάκι σου».
Μέσα από αυτή τη διαδικασία τελικά «το μαγαζάκι» δεν ήταν αυτό που έκανες αλλά αυτό που ήσουν και αυτό δεν το υπολόγισαν σωστά όσοι μας έφεραν εδώ.
Και τώρα θα έρθει ο λογαριασμός και πιστέψτε με θα είναι αδύνατον να εξοφληθεί… γιατί πια ο θάνατος του εμποράκου είναι προ των πυλών και έτσι πολλοί δεν θα σκεφτούν ότι δεν έχουν πια τίποτα , θα σκεφτούν όμως ότι δεν είναι πια τίποτα… Και εκείνη την στιγμή καμία εκλογική η άλλη διαδικασία δεν θα έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια: