Τρίτη 14 Μαΐου 2013
Μεγάλη λαχτάρα
περνούσε καθημερινά η Ρήνα πια. Απ’ τη
μια η καταραμένη η φτώχεια κι απ’ την
άλλη το πιόμα του Γιώργη. Μεγάλωνε κι η
μεγάλη της επικίνδυνα κι έπρεπε να
καλοπαντρευτεί. Με τούτα και με τ’ άλλα
όμως, το πράμα σκούραινε. Ήταν και κείνα
τα όνειρα που όλο τσαλιμάκια της έκαναν.
Και σάλτερνε ο νους της. Έπρεπε κάτι να
κάνει. Γιαμιάς. Μια και δυο λοιπόν πήγε
στη φιλενάδα της την Κατινάρα που έκανε
και την κουπακού. Κάτι θα της εύρισκε
στο κουπάκι της. Τον καφέ τον ήξερε καλά.
Παλιά της τέχνη κόσκινο. Η Κατινάρα η
Σμυρνιά δεν ήταν όποια κι όποια. Και
είχε λύσεις για όλα. Της τα αράδιασε όλα
χαρτί και καλαμάρι η Ρήνα. Εκείνη την
παρηγόρησε. «Για όλα υπάρχει λύση» της
είπε και τη μάλωσε που δεν ήρθε νωρίτερα.
Πρώτα της μπουμπούρισε το φλυτζάνι για
να δει όλα τα γραφούμενα, και όλα τα
μελλούμενα της Ρήνας, και στο κατόπιν
σκέφτηκε τη λύση. «Το γλυκό τσ’ Αμερικάνας»
φώναξε επινίκια... Το μυστικό αυτό γλυκό
το κρατούσε για ώρα ανάγκης, για πάρτη
της μα η φίλη της το χρειαζόταν πιο πολύ
από την ίδια. Οι δουλειές της εξάλλου
μια χαρά πήγαιναν, οι πελάτες έκαναν
ουρά στο σεράϊ της. Μίλησε το λοιπόν στη
Ρήνα για ένα νέο γλυκό, νόστιμο και
δροσερό και για τη συνταγή που είχε
δοκιμάσει από την κουνιάδα της την
Αμερικάνα.
Η Ρηνιώ την
στραβοκοίταξε, αλλά επειδή δεν είχε
μάθει στη ζωή της να κολώνει, ζήτησε να
μάθει περισσότερα. Έγραψαν γράμμα στην
Αμερικάνα και κείνη τους έστειλε την
κανονική συνταγή γιαμιάς. Σε δύο μήνες
η πολύτιμη συνταγή είχε φτάσει απ’ τα
πέρατα της γης στην πόρτα της Ρήνας.
Περίμενε με αγωνία να ξυπνήσει η θυγατέρα
της που έχει μάθει γράμματα, είχε
τελειωμένη μέχρι και την Α΄ Γυμνασίου
μα δε συνέχισε γιατί δεν είχε παπούτσια
να φορέσει και το Χειμώνα κρύωναν τα
πόδια της και τη λυπόταν η Ρηνιώ να
σέρνεται με τα τσάρναρα μέσα στα
λασπόνερα. Την έφταναν όμως όσα είχε
μάθει. Μια χαρά διάβαζε όλα τα περιοδικά
μόδας το ρομάντζο, τη βεντέτα και το
φαντάζιο. Διάβασε και τη συνταγή τσ’
Αμερικάνας!
Παράγγειλαν
αμέσως στο γαλατά μια καρδάρα γάλα,
χτύπησαν καλά και τα δώδεκα κροκάδια
με τη ζάχαρη ακολουθώντας κατά γράμμα
τσι συμβουλές τσ’ Αμερικάνας , πήγανε
το υλικό στο μηχάνημα του Σκαρτσίλιου,
πίσω απ’ την ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ, για να χτυπηθεί
και μετά το βάλανε να πήξει μέσα στο
ψυγείο του πάγου, την προίκα τση Ρήνας.
Αμερικάνικο κι αυτό GENERAL.
Έτσι, έφτιαξε
η Ρηνιώ το πρώτο παγωτό και το μόνο που
έμενε πλέον ήταν να δεχτεί ο άντρας της
να το πουλήσει. Να δεχτεί δηλαδή να
φορέσει την άσπρη ποδιά και να κάμει
τον παγωτατζή. Τον έπεισε με τη μία. Την
πρώτη μέρα που βγήκε στα στενά σοκάκια
της πόλης ο ασπροντυμένος Παγωτατζής
με το καπελάκι του, το καρότσι του και
το άσπρο λαχταριστό παγωτό ξεπούλησε
μέσα σε μια ώρα όλη τη μεγάλη γαβάθα.
Έκτοτε έγινε το σύμβολο της πόλης και
όλα τα κορίτσια της παντρειάς που
βολτάριζαν τα απογεύματα στο «νυφοπάζαρο»
του παραλιακού, τη Σαμπιονάρα, δεν έχαναν
την ευκαιρία να γεύονται το νέο είδος.
Ο Χαμαλογιώργης
ο μπεκρής, το Γιωργιώ στη Γκούτζαινας,
ο άντρας τση Τσουλορήνας ασπροφορέθηκε.
Κι έλαμπε ολόκληρος. Γι’ αυτό φρόντιζε
η Ρήνα, η κυρά του που έπλενε κάθε μέρα
τη στολή του με λουλάκι και την ξέπλενε
με καρυδόφυλλα και λεμονανθούς για να
μοσκοβολάει. Έλαμπε και το πρόσωπό του
από χαρά. Έτσι ο Γιώργης τση κάθε απόγευμα
φόρτωνε το καρότσι του με το παγωτό που
του ετοίμαζε η Ρήνα του, που όλο και
διπλασίαζε τη δόση, έβαζε την πάντα
πεντακάθαρη στολή του, το λευκό του
καπελάκι στραβά και διαλαλούσε το
εμπόρευμά του. «Παγωτό, φρέσκο παγωτό....
ο παγωτατζής!!!»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια: