Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

η προξενήτρα.ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ


Μεγάλωναν οι δουλειές τση Ρήνας, μεγάλωνε κι η δική τζη...
Και κόρδιζε η Ρήνα κι αψήλωνε ακόμη πιο πολύ.
Κι αφ’ ότου ύψωσε και το «μέγαρο» τση Κατινιώς όσο έπρεπε, επήγε και βρήκε τη Χοντρομαρία την προξενήτρα. Ούλους τσι ταίριαζεν αυτή. Είχε την τέχνη τζη. Φτωχούς και πλούσιους. Μικρούς και μεγάλους. Όμορφους κι άσχημους. Ούτε ζωντοχήρα δεν άφηνε να χαθεί στη μοναξιά. Δεν κατέχω πώς τα κατάφερνε μα γινότανε πάντα το θέλημά τζη. Μεγάλη μαστόρισσα η χοντρή.
Δεν μπορούσαν να τη φέρουνε τα πάχιντά τζη μέχρι το Μετόχι για τούτο κατέβηκε η Ρηνιώ με τη θυγατέρα τζη στη Χώρα. Κι ανταμώσανε στο σπίτι τση Μαρίας στο πλατεάκι. Χαρά μεγάλη έκαμε που ήρθε με τα νερά τζη η Ρήνα, ως φαίνεται μυρίστηκε παραδάκι, κι άρχισε τα κεράσματα και τα παινέματα.
«Δεν παντρεύομαι του λόγου μου, Μαριώ μόνο ξάνοιξε να μου κάμεις τη δουλειά σωστά και ξαμου εμένα!»
«Μα αφού ενεείκεψες, να μη σου τα πω τα παίνια μου!» της απάντησε η Μαριώ καταβροχθίζοντας ένα ολόκληρο νερατζάκι από το γλυκό που έφερε για το τρατάρισμα.
«Αλλά κι η θυγατέρα σου, δεν πάει πίσω. Τα μικράτα σου έχει Ρήνα.»
«Μωρή συ; Άσε τα παίνια και δε μ’ αρέσουνε. Για δες. Του Κοκκονά ο γιος με ενδιαφέρει και ξάνοιξε να τη σιάξεις τη δουλειά και κατέχω εγώ μετά τη δική μου.»
«Του ντοτόρου!» απάντησε η Μαριώ με έκπληξη.
«Ναι του ντόκτορα. Γιάντα θα του κακοπέσει η θυγατέρα μου;»
Η Κατινιώ την κοίταξε λοξά μα δε μίλησε.
«Μην ακούς εσύ. Εγώ μιλώ.» τη διέταξε η Ρήνα.
Η Μαρία όμως η χοντρή, που ήξερε ούλα τα καθέκαστα της είπε ότι αυτοί ψηλοπετούσανε. Εκτός του ότι τελευταία μαθεύτηκε ότι το γιατροπαίδι ήτανε καπαρωμένο με μια δικηγορίνα κι έπρεπε να κοιτάξουνε για άλλο.
Κι άρχισε να ξεσκονίζει το τεφτέρι τζη και να τση εξιστορεί ποιος ήταν διαθέσιμος, πόσα στρέμματα γης κατείχε, τα κοινωνικά του φρονήματα, ακόμη-ακόμη και από ποια αρρώστια φύγανε οι προπάπποι ντου. Μα η Ρήνα ήθελε να’ ναι και γιατρός. Ούλα τα άλλα τα παράβλεπε. Είδε κι έπαθε η Χοντρομαρία να την πείσει ότι το πρώτο πράμα που πρέπει να την ενδιαφέρει είναι το ποιόν το γαμπρού.
«Να’ ναι καλό κοπέλι να κοιτάς. Να την αγαπήσει, να τση συμπεριφέρεται σωστά, μα και να εκτιμήσει τα υπάρχοντα και να τα αυγατήσει.»
«Καλά, της απάντησε η Ρήνα, εσύ ξέρεις, μα να ξανοίξεις να ναι και γιατρός.»
«Μωρή συ; Ακούς τι λες; Δεν γίνονται αυτά. Μην μπαίνεις στα χωράφια μου. Παλικάρι θα βρούμε σωστό κι εργατικό αλλά τση τάξης σου. Συμφωνείς Κατινιώ;» ρώτησε την Κατίνα για να τη βγάλει από τα δύσκολα.
«Δεν κατέχω εγώ θεια, εγώ είμαι μικρή, ό,τι πει η μάνα μου...» της τα είχε γυρίσει ως φαίνεται τα μυαλά η μάνα τζη και ψηλοπετούσε κι αυτή.
«Τόσα κι άλλα τόσα ακόμη θα πάρει, αρκεί να το’ χει το χαρτί.» ήταν τα ύστερα λόγια τση Ρήνας, πριν την καληνύκτα.
«Δες μάνα και πάρε κόρη» παραμιλούσε η Χοντρομαρία όπως τις κοιτούσε να χάνονται στο μακρύ στενό.

ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo