Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Ο μονόλογος της σούχλας (με Κρητική ντοπιολαλιά)


Φρειδερίκη με βαφτίσανε, έτσι έπραξε ο αφέντης μου ήθελε δεν ήθελε, για τη χάρη τση μεγαλειοτάτης, τση βασίλισσας μας, μα οι πιο πολλοί με φωνάζουνε Ριρίκα και μου κολλήσανε κι ένα παρατσούκλι που δεν κατέχω που κολλάει, μα εσυνήθισα το και γω και χώρια ντου δεν κάνω, κι ας ήθελε ο αφέντης μου να με φωνάζει Ρήγισσα, που θα πει βασίλισσα. Ακούω σ’ ούλα. Και στο Ριρίκα και στο σούχλα και στο Ρήγισσα. Η Ρήγισσα μ’ αρέσει πιο πολύ ένεκα τση βασιλικότητάς του. Ετσά με πληροφορήσανε και το λέω και γω, αν και τέτοια γράμματα εγώ δεν έμαθα για να το εξακριβώσω κιόλας. Ούτε απ’ αυτά δηλαδή έμαθα για να πούμε την καθαρή αλήθεια, μα ούτε κι από τα άλλα. Και καλλιά. Τον είδα και τον παραμορφωμένο τον ανιψιό μου που εσπούδασεν ολόκληρος γιατρός, το γράφει και το ταμπελάκι στη μπλούζα ντου, κι αυτουνού και τση κυρίας του, κι’ αυτή γιατρίνα επίσης είναι η ξιπασμένη, μα αθρώπους δεν τσι κάμανε τα γράμματα, όσα κι αν εμάθανε.
Η κακομοίρα η αδελφή μου που επιπλέον ήτανε και χήρα, εξενοδούλευε μαζώχτρα για να του στέλνει τα λεφτά του κυρίου και να μην του λείψει τίποτα, κι ετσόντερνα κι εγώ το κατιτίς, όσο το επιτρέπανε οι συνθήκες. Πάντως το καθήκον μου το έπραξα.
Επήγαμενε λοιπόν στο Ηράκλειο και μπήκαμε στην εκκλησία για να τελεστεί το μυστήριο. Και για μια στιγμή γυρνώ τα μάτια μου κι ίντα να δω! Θωρώ που λέτε την ξιπασμένη να μπαίνει μέσα στην εκκλησία του Αγίου Μηνά ολόγδυμνη! Για να μην τα παραλέω κι αμαρτάνω μισογδυτή ήτανε απ’ τη μέση και πάνω... Έφριξα και γω, έφριξεν κι ο παπάς που με το ζόρι τον εκαταφέραμενε να τελέσει το μυστήριο, αφού πρώτα την εκουκουλώσαμενε κάτω απ’ τα τούλια. Σαν την μπόλια την ετυλίξαμε, κι εγίνηκεν τελικά όπως-όπως το μυστήριο και εκουκουλώθηκενε κι η κουκουλωμένη.
Στο κατόπιν μπήκαμε και πάλι στο πούλμαν και φτάσαμε στο μέγαρο για να το γιορτάσουμε! Στο επίσημο λέει τραπέζι τους δεν εμπόριενε να φτάσει η κακομοίρα η αδελφή μου με το «ΠΙ», δεν εχωρούσε λέει, και την εβάλανε να κάτσει με κάτι ξεχασμένα συμπεθέρια σε μια γωνία. Έκατσα και γω μαζί τζη, αν και εμένα με είχανε κανονισμένη να κάτσω στο παραδιπλανό τραπέζι που ήτανε λέει για το σόι του γαμπρού, δηλαδή του ανιψιού μου του ντόκτορα. «Ανάθεμά τα πτυχία ντωνε και τσι μορφώσεις τωνε» σκέφτηκα μα δεν το σχολίασα κι έσυρα την κακομοίρα την αδελφή μου μέχρι εκειά που μου υπόδειξε μια ξυνομηζήθρα κι εκάτσαμε κι οι δυο αμίλητες.
Για μια στιγμή θωρώ την πίστα να ανοίγει και να σταματά απάνω, μα τω Θεώ δεν ψεύδομαι, μια κούρσα, αστραφτερή. Δηλαδή μισή ήτανε κι’ αυτή σαν και το νυφικό τση ξιπασμένης, τση παράουρης, τση ντοντόρας κι επάρκαρενε μέσα στο κέντρο. Έκαμα το σταυρό μου και ανασηκώθηκα για να δω ίντα συμβαίνει. Κι ίντα να δω! Η μισή κούρσα, που ήτονε κομμένη στη μέση σαν την καρπούζα, ήτανε κανονική με πόρτες κι οδηγό, κι από κει εκατέβηκενε το ζεύγος κι έπιασε το χορό. Ταγκό λέει το λένε....
Για μια στιγμή κοιτώ προς τα πάνω για να ρωτήσω τον Κύριο, «ίντα διάολο θα δω ακόμη!» και ίντα να το πω! Άνοιξενε ο ουρανός του Μέγαρου και θώρουνε τον ίδιο τον ουρανό με τ’ άστρα, κι από τον ουρανό επέφτανε πούπουλα και φτερά κανονικά....
Και λέω από μέσα μου «μα ίντα διάολο θα δω ακόμη!» Κι ίντα τανε να το πω! Αρχίξανε τα εμβατήρια και σβήσανε τα φώτα. Παναγιά μου ίντα τανε τούτο να που δα! Τέσσερις μαυροφορεμένοι άντρες, σαν τσι φτου, φτου, τσι κορακοβαλμένους, κρατούσανε με τη μια χέρα ένα μεγάλο κηροπήγιο αναμένο, ωσάν το μανουάλι του Άη Γιώργη και με την άλλη μια τάβλα μεγάλη, κι από πάνω του είχανε τοποθετήσει τρία ολόκληρα γουρούνια κι εβαδίζανε στο ρυθμό του εμβατηρίου....
Έτριψα τα μάτια μου για να δω αν θωρώ καλά και είδα την αδελφή μου να κλαίει. Είπε μου ότι έκλαιγε από συγκίνηση, εμένα όμως δεν με κοροϊδεύει κιανείς. Δεν εμπόρεσα να κρατηθώ η ρουφιάνα και τσ’ απάντησα κι ας μην έπρεπε. «Εγώ αυτό που κατάλαβα» τση λέω είναι, «ότι οι παραμορφωμένοι, πιο πολύ τιμούνε τα γουρούνια, κι απ’ την ίδια τη μάνα που τση γέννησε.» Αλλιώς θα’ σκαγα!!!


ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo