Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ο δοσάς



Όλα τα βοσκάκια της περιοχής χτυπούσαν την πόρτα της Ρήνας πριν το χάραμα και κείνη πετούσε πάνω της την καλή της ρόμπα και τους υποδεχόταν με χαρά, ανείπωτη. Το γάλα έρεε στη γαβάθα της και το μηχάνημα του Σκαρτσίλιου είχε πάρει φωτιά. Το χαρμάνι της Ρήνας είχε γίνει περιζήτητο.
Μεγάλωσε η δουλειά του Γιώργη, μεγάλωσε κι η δουλειά της Ρήνας! Μα πιο πολύ μεγάλωσε του ορφανού, που έκανε πια χρυσές δουλειές. Ούτε μία στρατιά δεν έδινε του Γιώργη. Τις άλλες τις κρατούσε για πάρτη του. Το ορφανό είχε μάθει να επιβιώνει μόνο του κι ήξερε καλά όλες τις κακοτοπιές της ζωής και είχε βάλει στόχο να φτάσει μέχρι τη Γερμανία για να φέρει πίσω τους γονέους του. Θεριό ανήμερο το ορφανό που δεν μπορούσε να το κουλαντρίσει ο Γιώργης απ’ το ρακάδικο.
Κι η Ρήνα αφοσιωμένη στο καθήκον δεν αντιλήφθηκε νωρίς για ποιον δούλευε. Αλλιώς θα του το είχε σπασμένο το κεφάλι του Γιώργη τζη που τση τίναξε τη δουλειά στον αέρα. Μα είχαν πάρει πολύ μεγάλο αέρα τα μυαλά της για να ξεχωρίσει την αλήθεια.
Αφότου τελείωνε με το χαρμάνι της κάθιζε στον αργαλειό της και ύφαινε τον ιστό της. Και σιγοτραγουδούσε τη χαρά τζη... και ευχαριστούσε το Θεό για την ευσπλαχνία του...
Αφιονισμένη απ’ την ευτυχία ξάμωνε μια το στημόνι, μια τα όνειρα. Και έφτανε πολύ ψηλά, μέχρι τον ουρανό η σαϊτιά της. Και βάλθηκε να χτίσει παλάτια, να ζήσει σ’ αυτά, να κάμει βασιλόπουλα τα παιδιά της. Τα δικά της και του Χαμαλογιώργη. Και έφερε τον εργολάβο και το μηχανικό και τους έφτασε μέχρι του Αλμπάνι το μετόχι που αγόρασε ένα οικόπεδο με πολλές άτοκες δόσεις...
Και τα όνειρα της Ρήνας απλώθηκαν σε πολλά στρέμματα γης. Ο εργολάβος της έκανε πιο πολλές δόσεις...
Και όλο μεγάλωνε η δουλειά της κι όλο απλωνόταν η Ρήνα. Αγόρασε κι όσα διπλανά χωράφια ξεπουλιόταν και κοντοζύγωνε να διώξει κάθε συνοράτορα. Μα τελειωμό και σύνορα τα όνειρα δεν έχουν.
Κι άμα ξιπαστείς για τα καλά, μέχρι βοσκάκι φέρνεις στην αυλή σου. Κι αγόρασε χωράφια, κι αγόρασε ένα κουράδι πρόβατα μαζί με το βοσκάκι. Κι έπλεκε κι ύφαινε και στριφογύριζε στο μυαλό τζη και το χωράφι του παρακάτω γείτονα. Και τον εξόβγαζε και υπόγραφε συμβόλαια κι υπόγραφε γραμμάτια. Ένα σορό χαρτιά στοιβαγμένα στη ντιβανοκασέλα της την πλουμιστή.
Και το παγωτό έδινε κι έπαιρνε. Και προσέλαβε και μόνιμο χαμάλη για να κουβαλεί τα χρειαζούμενα μέχρι του Αλμπάνι το μετόχι που είχε απλωθεί. Η Ρήνα. Η Τσουλορήνα. Η Χαμαλογιώργαινα.

ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo