Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Αλλάζουν τα... φώτα στις επιχειρήσεις




ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

Θηλιά για τις ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις αποτελεί το δυσβάσταχτο γι' αυτές κόστος ενέργειας και δανεισμού. Η επίπτωσή του στο συνολικό κόστος παραγωγής είναι τεράστια και κυμαίνεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πλήττεται σημαντικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών επιχειρήσεων και μάλιστα σε μια περίοδο που η εξωστρέφεια είναι μονόδρομος για την επιβίωσή τους, καθώς η εσωτερική αγορά καταρρέει λόγω της δραματικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων των Ελλήνων καταναλωτών.

Την ίδια ώρα, υπό το βάρος της κρίσης, των φόρων και της έλλειψης ρευστότητας, τα λουκέτα πέφτουν βροχή στην αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου η αποβιομηχάνιση άρχισε πολύ πριν πατήσει το πόδι της στην Ελλάδα η τρόικα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία μητρώων των τριών τοπικών Επιμελητηρίων, στο πρώτο τρίμηνο του 2013 έβαλαν λουκέτο πάνω από 2.100 επιχειρήσεις, έναντι 2.662 το 2012. Ειδικότερα, οι διαγραφές ανήλθαν σε 602 στο ΒΕΘ (έναντι 620 στο α' τρίμηνο του 2012) και σε 1.314 στο ΕΕΘ (έναντι 1.664), ενώ οι εγγραφές ήταν 210 (έναντι 200) και 885 (έναντι 940) αντίστοιχα. Στο ΕΒΕΘ -που έχει στοιχεία μόνο για το δίμηνο- 263 είναι οι διαγραφές (έναντι 378 του περσινού διμήνου) και 129 οι εγγραφές (έναντι 177). Κι αν τα λουκέτα εμφανίζονται λιγότερα σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, αυτό συμβαίνει διότι –ως γνωστόν- το «λουκέτο»… κοστίζει: απαιτεί τακτοποίηση υποχρεώσεων προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία.
Η κατάσταση την οποία βιώνει η ελληνική μεταποίηση είναι πλέον εκτός ελέγχου, κάτι που αναδεικνύεται και στις συναντήσεις που έχουν με κυβερνητικούς παράγοντες οι εκπρόσωποί της από τη Βόρεια Ελλάδα, όπου δραστηριοποιούνται οι περισσότερες –αριθμητικά- ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Τόσο ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ) όσο και ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) έχουν πολλές φορές αναφερθεί στο βαρύ πλήγμα που υφίστανται τα μέλη τους εξαιτίας του ενεργειακού κόστος, το οποίο στην Ελλάδα είναι διπλάσιο από τον κοινοτικό μέσο όρο, ενώ έχουν ζητήσει, μεταξύ άλλων, εξορθολογισμό των τιμολογίων, μείωση του κόστους ενέργειας και ειδική πολιτική για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Η επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος θεωρείται μείζονος σημασίας από τους φορείς, καθώς υπάρχουν επιχειρήσεις στις οποίες το κόστος κατανάλωσης ενέργειας φτάνει και το 36% του συνολικού κόστους παραγωγής. «Με αυτά τα δεδομένα απλά… κλείνεις», έλεγε χαρακτηριστικά στον «ΑτΚ» στέλεχος παραγωγικού φορέα της Θεσσαλονίκης που γνωρίζει από πρώτο χέρι τα προβλήματα των επιχειρήσεων, οι οποίες επιπλέον βρίσκονται αντιμέτωπες και με το υψηλό κόστος δανεισμού.
Τον κώδωνα του κινδύνου για τη μείωση της ανταγωνιστικότητας και τη βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων –ειδικά των εξαγωγικών- εξαιτίας της συνεχούς αύξησης του ενεργειακού κόστους επισήμανε για μια ακόμη φορά ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Δημήτρης Λακασάς, και στην πρόσφατη συνάντηση που είχε με τον υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Κωστή Χατζηδάκη, ζητώντας ειδική ενεργειακή πολιτική για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Το θέμα της ενέργειας είναι ψηλά στην ατζέντα του ΣΕΒΕ, καθώς το ενεργειακό κόστος έχει γίνει πλέον δυσβάσταχτο για τις επιχειρήσεις – μέλη του. Κατά μέσο όρο ανέρχεται σχεδόν στο 5% του κόστους παραγωγής, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις (όταν η δραστηριότητα είναι έντασης ενέργειας) ανέρχεται μέχρι και στο 36% του κόστους λειτουργίας. Το ποσοστό αυτό είναι, σύμφωνα με τον ΣΕΒΕ, «εξαιρετικά μεγάλο, αν αναλογιστεί κανείς ότι μία βιομηχανική μονάδα λειτουργεί με ένα μέσο καθαρό περιθώριο κέρδους της τάξης του 10%-12% και αντιμετωπίζει γενικότερα αυτήν την περίοδο το δραματικό πρόβλημα της ρευστότητας».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒΕ, το ενεργειακό κόστος την τελευταία πενταετία έχει ανατιμηθεί πάνω από 60%, ενώ τον τελευταίο χρόνο – τον δυσκολότερο των τελευταίων δεκαετιών για την ελληνική επιχειρηματικότητα και την απασχόληση - η σχετική αύξηση του ενεργειακού κόστους για την ελληνική βιομηχανία ξεπερνάει το 30%. Το ίδιο σημαντικές είναι και οι αυξήσεις των τιμολογίων και στον πρωτογενή τομέα, ενώ αυξήσεις - «φωτιά» επήλθαν τους τελευταίους μήνες και στα αγροτικά τιμολόγια, επιβαρύνοντας περαιτέρω τον αγροτοδιατροφικό κλάδο, ο οποίος αποτελεί κλάδο αιχμής για τις ελληνικές εξαγωγές.
Κι ενώ η ενέργεια βάζει φωτιά στο κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων, έρευνα του Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του ΣΕΒΕ διαπιστώνει πως υπάρχουν χώρες όπως η Ισπανία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες εφαρμόζουν μέτρα για ελάφρυνση των επιχειρήσεων από το ενεργειακό κόστος. Επίσης, καταδεικνύει πως το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα, με τις τιμές που φτάνει στον τελικό καταναλωτή, αποτελεί σήμερα ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη –αν όχι το υψηλότερο- και ανέρχεται σχεδόν στο διπλάσιο από το αντίστοιχο κόστος στη Γερμανία και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να βρίσκονται ήδη σε μειονεκτική θέση λόγω του υψηλού μεταφορικού κόστους που επωμίζονται για να στείλουν τα προϊόντα τους στις ευρωπαϊκές αγορές.


Ακριβότεροι...

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά αλλά και… απειλητικά για την ελληνική μεταποίηση, που βρίσκεται πλέον σε οριακό σημείο, είναι τα στοιχεία του ΣΒΒΕ για το κόστος όλων των μορφών ενέργειας. Ειδικότερα, στην ηλεκτρική ενέργεια σημειώθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια αυξήσεις της τάξης του 45%, επιβαρύνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, το Δεκέμβριο του 2010 το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκε κατά 17% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2009 και παρόμοια αύξηση επαναλήφθηκε το Δεκέμβριο του 2011, σε ποσοστό 9,5% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2010. Κι όλα αυτά, όπως σημειώνεται στη σχετική ανάλυση του ΣΒΒΕ, «σε περιβάλλον έντονης οικονομικής πίεσης και περιορισμένης ρευστότητας για τις επιχειρήσεις, μειωμένης εγχώριας καταναλωτικής ισχύος, αδυναμίας πρόσβασης των επιχειρήσεων σε νέες αγορές και δυσπιστίας για τα ελληνικά προϊόντα σε ήδη υφιστάμενες αγορές, λόγω της αρνητικής εικόνας της χώρας μας στο εξωτερικό». Παράλληλα, όπως προκύπτει και από τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2012 αύξηση στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 13,9%, οδηγώντας σε ανατιμήσεις πληθώρα προϊόντων της μεταποίησης.
Παράλληλα με την αύξηση του κόστους ενέργειας οι επιχειρήσεις καλούνται –σύμφωνα με τον ΣΒΒΕ- να πληρώσουν αύξηση στο τέλος ΑΠΕ, αύξηση στον ΕΦΚ και την εισφορά ΔΕΤΕ, αυξήσεις που επέφεραν σημαντικό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Ειδικά για το ζήτημα του τέλους Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) ή πλέον τέλος ΕΤΜΕΑΡ, η μέση τάση κατανάλωσης αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της υπέρογκης και παράλογης επιβάρυνσης των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το εν λόγω τέλος ήταν 1,69 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2011, έγινε 5,25 ευρώ στις αρχές του 2012, ενώ για την περίοδο Αυγούστου 2012 – Αυγούστου 2013 αποφασίστηκε να διαμορφωθεί σε 7,17 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αυτό σημαίνει στην ουσία του, πάντοτε για τη μέση τάση, δηλαδή για τη μεγάλη πλειοψηφία των μεταποιητικών επιχειρήσεων, ότι ένας λογαριασμός των 2.386 ευρώ το 2011, έγινε 7.500 ευρώ στις αρχές του 2012 και πλέον διαμορφώνεται σε 10.200 ευρώ, πάντοτε για την ίδια κατανάλωση. Το παράδειγμα –σύμφωνα με τον ΣΒΒΕ- είναι απολύτως ενδεικτικό και συνιστά αύξηση εντός χρονικού διαστήματος 12 μηνών περίπου 324% ή, ουσιαστικά, καταβολή 13ου λογαριασμού το 2012 σε σχέση με το 2011, για την ίδια κατανάλωση. Αλλά και τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η χώρα μας παραμένει μια από τις πιο ακριβές στην Ευρώπη στον τομέα της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία.
Επίσης, η τιμή του μαζούτ για τη βιομηχανία και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα επιβαρύνεται υπέρμετρα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ). Ο φόρος αυτός είναι τρεις με πέντε φορές υψηλότερος από τον αντίστοιχο που επιβάλλεται σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αλλά και ο ΕΦΚ του ελαφρού πετρελαίου (ντίζελ) είναι –σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΒΒΕ- αρκετά μεγαλύτερος από τα όσα ισχύουν σε διεθνές επίπεδο. Αν συγκριθεί μάλιστα με τις χώρες της ΕΕ, είναι περίπου 70% υψηλότερος. Και για το ντίζελ η χώρα μας είναι μια από τις ακριβότερες στην Ευρώπη: Σύμφωνα με τη Eurostat και τα στοιχεία του Μαΐου του 2012, η Ελλάδα είναι η 6η ακριβότερη χώρα μεταξύ των «27» της ΕΕ, με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής για την εγχώρια βιομηχανία. Την ίδια ώρα, όλες σχεδόν οι χώρες της ΕΕ έχουν θεσμοθετήσει αρκετά χαμηλότερο ΕΦΚ στο ντίζελ για τη βιομηχανία, συγκριτικά με τον ΕΦΚ που επιβάλλουν για το ντίζελ κίνησης.
Οσον αφορά το φυσικό αέριο, δύο είναι τα προβλήματα που εντοπίζει ο ΣΒΒΕ για την Ελλάδα: Πρώτον, η ευθεία σύνδεσή του με το πετρέλαιο, γεγονός το οποίο συνεπάγεται μεγάλες και απρόβλεπτες διακυμάνσεις της τιμής του, και, δεύτερον, η τιμολόγησή του προς την εγχώρια βιομηχανία, η οποία γίνεται αν στην τιμή του διυλιστηρίου του μαζούτ χαμηλού θείου προστεθεί ο ΕΦΚ του μαζούτ και το συνολικό περιθώριο κέρδους των εταιριών μεταφοράς και διανομής. Με την τιμή του μαζούτ, όμως, αρκετά υψηλή, λόγω αφενός του υψηλού κόστους διύλισης και αφετέρου της επιβολής επί της τιμής του διυλιστηρίου του υψηλότερου ΕΦΚ στην ΕΕ, τελικά η τιμή του φυσικού αερίου καταντά μη ανταγωνιστική.
πηγη

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo