Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Η γαλατού-ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ



Μέχρι δέκα κουράδια πρόβατα αναμάζεψεν η Ρήνα στ Αλμπάνι το μετόχι. Και τα δυο βοσκάκια δεν προλαβαίνανε τη βοσκή και το άρμεγμα. Και πήρε η Ρήνα μέχρι αρμεχτή. Τον καλύτερο. Και καβαλίκευε αναπαντερά ο αρμεχτής τσι προβατίνες και με τα ροζιασμένα του δαχτύλια ζούλιζε τα φουσκωμένα μαστάρια και γέμιζε με γάλα τσι καρδάρες. Κι έρεε το γάλα και γεμίζανε οι καρδάρες. Και το καμάρωνε η Ρήνα αμίλητη και τσιμογελούσε ευτυχισμένη. Και χτυπούσε η Ρήνα το καθημερινό παγωτό, τόσο όσο χρειαζόταν τη φορά, ήξερε αυτή, κι έπηζε τσι μυζήθρες τσι μαλάκες και τσι γραβιέρες κι έδινε στο κατόπιν στη γειτονιά το περίσσεμα και έκανε την πρεπειά τζη.
Μα το γάλα που περίσσευε, ξεχείλιζε, κι απ’ την ανθρωπιά τζη. Κάτι έπρεπε να κάνει, κάτι άλλο. Το μυαλό τση Ρήνας δεν άργησε να σκαρώσει την επόμενη κίνηση. Παραξενεύτηκε βέβαια που η Κατίνα, η μοσχαναθεμένη τζη, από μόνη τση πρότεινε να μεταφέρει το γάλα με τη γαϊδούρα ταχειά το πρωί, πριν το πρόβαλμα το ήλιου, στη Χώρα. Τρουλάφιασε παραξενεμένη η Ρήνα, μπας και παράκουσε, μα η ασυγκράτητη Κατινιώ άρχισε αποβραδίς τσ’ ετοιμασίες για την ταχινή στρατειά.
«Κάτι σκαρώνεις εσύ; Δε μου το βγάνεις από το μυαλό...» παρατήρησε η Ρήνα κουνώντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά, καχύποπτα.
«Κι ίντα; Προτιμάς να σου ξιδιάσει το γάλα μάνα και να το πετάξεις!»
«Γιάντα, δε θα το κάμω ξυνόχοντρο; Να τρώτε χοντροζούμι ούλο το Χειμώνα;»
«Εμένα δεν μ’ αρέσει το χοντροζούμι. Άου, άου, άου...» μονολογούσε αηδιασμένα.
«Άξεις και ξερός. Άμα δεν το τρως εσύ, το τρώνε όμως οι άλλοι.»
«Και πόσο ξυνόχοντρο θα κάμεις για να φάνε τον πόνο! Ένα τόνο...»
«Μωρέ δίκιο έχεις, αλλά να σε κάμω και γαλατού! Άλλα ονείρατα έχω γω για σένα»
«Γαλατού! Και ποιος θα με θωρεί πρωί-πρωί;»
«Σαν κάτι να μου ετοιμάζεις του λόγου σου! Ούτε μία αντίρρηση!»
«Εγώ φταίω που προσφέρθηκα.»
«Μωρέ δίκιο έχεις, μα δεν πιστεύω να νταλαβερίζεσαι με κιανένα στη Χώρα;»
«Εγώ; Ο Θεός να με κάψει» της απάντησε σταυροκοπούμενη, μην αποκαλυφθεί μπρος στα αλεπουδίσια μάτια τση Ρήνας.
Εκείνη την ξάνοιξε δύσπιστα, μα η πρόταση τση καλάρεσε. Το γάλα που περίσσευε έπρεπε να διοχετευτεί στην αγορά, νωρίς το πρωί. Κάθε μέρα. Βουτυράκι στο ψωμάκι ήταν η πρόταση τση Κατίνας να αναλάβει τη μεταφορά. Γαλατού ξεγαλατού, το παραδάκι από το γάλα έρεε καθημερινά και έτσι μπορούσε η Ρήνα να κατεβάζει το χρέος στους δοσάδες που δεν ήταν και λίγοι.
Με αέρα αμαζόνας καβαλίκευε κάθε πρωί με την τζίμπλα στο μάτι η Κακιώ την Γιοργαλίδικη φοράδα με τα πλουμιστά ξόμπλια τση Ρήνας κι από πίσω ακλούθιενε η φορτωμένη γαϊδούρα με το αγώι.
Και τραγούδιενε η Κατίνα την χαρά τζη. Και κόρδιζε κι αψήλωνε και τελειωμό δεν είχε.
«Απ’ το’ να πόδι, είναι κουτσή,
κι απ’ τ’ άλλο δεν πατάει, σε γαϊδουρίτσα σε, σε σε σε...

Απ’ το’ να μάτι, είναι στραβή,
Κι απ’ τ’ άλλο δεν κοιτάει, σε γαϊδουρίτσα σε, σε σε σε...

Απ’ το’ να αυτί, είναι κουφή,
Κι απ’ τ’ άλλο δεν γροικάει, σε γαϊδουρίτσα σε, σε σε σε....»

Κι απόσωνε στη Χώρα χωρίς να το καταλάβει και μόλις έμπαινε στη Μεγάλη Πόρτα, εθόριενε τον αγαπητικό τση, το Βασιλιώ το ορφανό, που τσ’ κανε τα γλυκά τα μάτια.
Και κάθε μέρα όλο και πιο γλυκά γινότανε. Ώσπου μια μέρα την ξεμονάχιασε πίσω απ’ τον κήπο και τσ’ έσκασε ένα φιλί.
«Το πιο γλυκό φιλί» έτσι του είπε.
«Στην πιο γλυκιά γαλατού» έτσι της είπε....

ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo