Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Ο χαλικούτης


«Είμαι το λοιπόν, η Χαμαλογιώργαινα, η Τσουλορήνα... και τρέφω όνειρα, μεγάλα! Και γιατί όχι;» σκεφτόταν η Ρήνα κοιτάζοντας την Ομορφοκατινιώ της.
«Γιατρέσσα θα τηνε κάμω τούτη νε. Κανονική. Ίντα θα τηνε κάμω; Χαμάλαινα!» Έπρεπε μόνο να βρεθεί το πως θα γενεί αυτό. Με τέτοια ομορφιά που είχε η κόρη της, η Ρήνα παζάρια δεν έκανε. Την κρυφοκαμάρωνε όπως χτένιζε στο πίσω αυλιδάκι τα μπακιρένια μαλλάκια της, και τα παιρνε ο άνεμος και τα παράσερνε σε ένα ατέλειωτο χορό τριγύρω από το θλιμμένο πρόσωπο της. Και κείνη ανάλαφρη όπως ήταν σαν σπουργίτι σαν να χόρευε κι η ίδια όπως αγέρωχη κοιτούσε τη λίμνη που απλωνόταν μπροστά της. Και τα ονειριάσματα της Ρήνας ψήλωναν ακόμη πιο πολύ...
Η θέα του Γιώργη που ανηφόριζε το στενοσόκακο την ξεσήκωσε. Λιώμα απ’ τη ρακή ήταν πάλι ο άτιμος και να ταν μόνο αυτό! Έσερνε ξοπίσω του κι έναν χαλικούτη. Μαύρο κατάμαυρο σαν το τηγάνι τζη. Φούρκα γίνηκε η Ρήνα με το κατάντημά του. Δεν έφτανε που ήτανε ο ίδιος χαμάλης έσερνεν και το χαλικούτη, τον Αφρικανό. «Καημένα όνειρα μα δε χωράτε επαδά» σκεφτόταν η Ρήνα κι άρχισε να σέρνει τα χίλια μύρια στον άνδρα της. Εκείνος πήρε το καραφάκι με τη ρακή και δυο κούπες και διέταξε τον Αφρικανό άνδρα να κάτσει στο πεζούλι δίπλα στην παραστιά. Σύμπανε τη φωτιά και μετά έφερε δυο τρεις πατάτες και τις πέταξε στη χόβολη για μεζέ. Η Ρήνα έψελνε τον εξάψαλμο και ο Γιώργης την αγνοούσε. Που και που πετούσε την ατάκα που συνήθιζε όταν ήταν τίγκα στο αλκοόλ πάντα υπό μορφή ερώτησης κι απάντησης μαζί «τα δεσμά του δε λύνονται; Κόπτονται...»
Ο Χαλικούτης όρθιος παρακολουθούσε το ζευγάρι μέσα από τα βελουδωτά μάτια του τα λιμνιασμένα απ’ τη θλίψη.
Στο μεϊντάνι, στο παζάρι της σκλαβιάς, τον είχε συναντήσει ο Γιώργης και τον κουβάλησε μαζί του στο σπίτι για να ξομείνει. Ο Χαλικούτης της λύπης, ένας από τους κατατρεγμένους έγχρωμους του κόσμου του υδρόγειου καμβά, ζητιάνευε ανθρωπιά από την Τσουλορήνα, τη Χαμάλαινα. Μα κείνη η ξιπασμένη ξουθιά έκανε όνειρα και δεν είχε όρεξη για να κανακέψει ένα ξεπεσμένο χαλικούτη.
Η νύχτα άρχισε να αχνοφαίνεται με το σούρουπο κι ο χαλικούτης πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Κουμ Καπί όπου την επαύριον θα γιορταζόταν η Πρωτομαγιά.
Ο ήλιος βυθιζόταν κι αυτός στο μετερίζι του, πίσω απ’ το κάστρο, και η αδύναμη πονεμένη φωνή του χαλικούτη που τραγουδούσε την αγάπη και τη λύτρωση, χάθηκε στο ολόγερμά του.
ΧΑΛ-ΙΛ-ΚΟΥΤΙ=ΑΦΗΣΕ ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΟΥΤΙ

ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo