Πέμπτη 16 Μαΐου 2013
Η ανυφαντού
Είχε κάθε λόγο
πλέον η Ρήνα για να είναι χαρούμενη,
αφού γύρισε ο τροχός. Τα πράγματα αλλάξανε
προς το καλύτερο. Και τραγουδούσε
χτυπώντας τη σαΐτα της. Και θυμήθηκε
την παλιά της τέχνη. Αυτή τσ’ ανυφαντούς.
Ήταν η καλύτερη υφάντρα του χωριού
άλλοτε, σαν ήταν νια και λεύτερη και
έφτιαχνε την προίκα της μονάχη της. Τα
κοντυλένια χεράκια της είχανε παντρέψει
πάνω από είκοσι νυφάδες στο πανωχώρι.
Πάντρεψαν και την ίδια με το Γιώργη τση
Γκούτζαινας και τα κιλίμια της κι οι
κουσκουσέδες της ζέσταναν το φτωχικό
της και το πλούμιασαν απ’ άκρη σ’ άκρη.
Απ’ την ντιβανοκασέλα της μέχρι τη
νυφική παστάδα...
Τώρα οι δουλειές
του Γιώργη μεγαλώσανε, και τα όνειρα
της Ρήνας πήραν μεγάλη φόρα... Ο Σκαρτσίλιος
χτυπούσε ασταμάτητα στο μηχάνημά ντου
το χαρμάνι τση Ρήνας τη συνταγή τσ’
Αμερικάνας, και το παραδάκι έρεε απ’
τα μπατζάκια του Χαμαλογιώργη. Μεγάλωσε
κι η δουλειά του Γιώργη, τρομάρα του!
Μέχρι βοηθό χρειάστηκε και πήρε για
παραπαίδι το Βασίλη, το ορφανό, όπως το
λέγανε στη γειτονιά, επειδή οι γονέοι
ντου το αφήσανε στη Χώρα ολομόναχο με
μια γριά θεια και φύγανε μετανάστες στη
Γερμανία. Και το ξεχάσανε ως φαίνεται
το κοπέλι τους και το μεγάλωσε η γειτονιά,
από τότε που η καημένη η γριά έφυγεν
στους ουρανούς... Και βρήκε ο Γιώργης
την ευκαιρία να κάμει τον ψυχοπονεσιάρη
και να πάρει στη δούλεψή ντου το ορφανό,
γιατί σώνει και καλά πονούσαν τα πνευμόνια
του και δεν είχε δύναμη να φωνάζει δυνατά
και να διαλαλεί το παγωτό του.
Το αποπαίδι
ήτανε πάντα του φωνακλάς, και η τσιρίδα
του ακουγόταν πέρα κι απ’ τα ταμπακαριά
στον Κουμπέ όπου εύρισκε κανά μεροκάματο.
Για ντελάλη λέει τον επήρε, μα έλεγενε
ψώματα ο Γιώργης. Αυτή ήτανε η δικαιολογία
για να ξεστρίβει και να χώνεται στου
Ψαθά το ρακάδικο και να γίνεται ντίρλα.
Δεν ήτανε γι’ αυτόν ευλογία η δουλειά.
Κι αν και βρέθηκε τούτη η ευλογημένη
του παγωταζή, αυτός βιάστηκε να την
ξεφορτωθεί κρυφά από τη γυναίκα του.
Η Ρήνα τώρα που
πιάσανε μια δραχμή αγόρασε τρία μπογάρια
καθαρό μαλλί απ’ τα μιτάτο του Σήφακα
κι άρχισε να τα κλώθει στη ρόκα της.
Έστησε και τον αργαλειό της για να υφάνει
την προίκα της μεγαλοκόρης, της Κατινιώς.
Και χτυπούσε
το πέταλο και χτυπούσε τη σαΐτα της. Και
ο ήχος του τελάρου της, μαζί με τον ήχο
του τραγουδιού της κάλυπταν την τσιρίδα
του ορφανού. Κι ο Γιώργης έσβηνε τη χαρά
του με τη ρακή, σαν καταπότης.
Η Ρήνα στο εξής,
καθημερινά, πρώτα ευχαριστούσε το Θεό
για τη βοήθειά του, μετά χτυπούσε με τα
χεράκια της το εμπόρευμα του Γιώργη, το
παγωτό, και κατόπιν ξεχνιόταν στο τελάρο
της και ύφαινε ολημερίς κι ολονυχτίς
σαν την αράχνη. Υφαντά χαλιά και στρωσίδια,
κουσκουσέδες, λινάρια και χασέδες
έγνεφε, κι έπλεκε στη ρόκα και στον
αργαλειό της χτυπώντας τη μοίρα με τη
σαΐτα της.
Την ξάμωνε με
τις σαϊτιές της για να την νταγιαντίσει.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο... και
σιγοτραγουδούσε!
Εμπερδευτήκανε
οι κλωστές
Και δέσανε το
χτένι
Κι αρρώστησε η
ανυφαντού
Να λύνει και να
δένει
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια: